Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος |
Νικήτα, πρώτη καὶ τελευταία ἐπιστολή μου εἶναι αὕτη. Βάστα την νὰ τὴν διαβάζεις καμία φορὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι καὶ νὰ κλαῖς.
Παπαφλέσσας
Ξημέρωνε 20ή Μαΐου 1825. Ο αιγυπτιακός στρατός πλησίαζε από τον κάμπο. «Είχεν μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος. Στη θέα του πολυάριθμου αιγυπτιακού πεζικού και ιππικού - περί τους 6.000 άνδρες συνολικά (άλλοι μιλούν για 2.500-3.000 Αιγυπτίους) - που πλησίαζε ορμώμενο από την καταληφθείσα πόλη της Πύλου πολλοί ήταν οι Ελληνες που δείλιασαν και εξέφρασαν την άποψη ότι το σημείο δεν ήταν κατάλληλο για άμυνα, πόσο μάλλον για αναμέτρηση των άνισων αριθμητικά στρατών, με συνέπεια τη γενικευμένη λιποταξία. Περισσότεροι από 1.000 Ελληνες εγκατέλειψαν το μέτωπο.
Ο Παπαφλέσσας, εμμένοντας στην άποψή του ότι η μάχη έπρεπε πάση θυσία να δοθεί στο Μανιάκι, απέμεινε να το υπερασπιστεί με μόνο 600 ή 500 ή κατ' άλλες ιστορικές πηγές 300 πιστούς συντρόφους, κυκλωμένος από τουλάχιστον 3.000 αιγυπτίους πεζούς και ιππείς. Με μοναδικά του όπλα ένα γιαταγάνι που του είχε χαρίσει ο βοεβόδας της Καλαμάτας Αρναούτογλου και ένα στολισμένο με φίλντισι καριοφίλι που έγραφαν το όνομά του ο Παπαφλέσσας ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει με τη θυσία του την προέλαση της αιγυπτιακής στρατιάς, την οποία οδηγούσε ο γάλλος εξωμότης συνταγματάρχης Ντε Σεβ Σουλεϊμάν μπέης μαζί με τον ίδιο τον Ιμπραήμ πασά.
Οπως χαρακτηριστικά περιγράφει τις στιγμές λίγο πριν από τη μάχη ο Φωτάκος στον τρίτο τόμο των Απομνημονευμάτων του, «βλέπων δε ο Φλέσσας ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα, διά να συνέλθουν όλοι ομού οι Ελληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν. [...] Αφού δε συνήλθαν οι στρατιώται, τότε είδε κατά μέγα μέρος ηλαττωμένην την δύναμιν, και έμαθε την φυγήν των προειρημένων, εμέτρησεν έπειτα τους μείναντας και ηύρεν αριθμόν ολιγώτερον των χιλίων. [...] Αφού δε ο στρατός συνηθροίσθη [...] ο Φλέσσας ήλθεν εν τω μέσω των στρατιωτών και εξεφώνησε λόγον, ενθαρρύνων αυτούς και υπενθυμίζων εις τους στρατιώτας τας πρότερον μάχας και τας νίκας του Βαλτετσίου, του Λεβιδίου, της Γράνας, των Βερβένων και των Δολιανών, την άλωσιν της Τριπολιτσάς, την καταστροφήν του πολυπληθούς στρατεύματος του Δράμαλη, και τους παρέστησε νίκην άφευκτον· διότι τους είπεν ότι έρχονται τόσα στρατεύματα εις βοήθειαν εντός ολίγου τα οποία θα υπερβούν τας 15.000, ότι έρχεται ο Πλαπούτας και όλοι οι Αρκαδινοί, ο αυτάδελφός του Νικήτας, ο Κατσάκος και άλλοι Μανιάτες, ότι όλοι ούτοι θα φθάσουν μετά μίαν ώραν και θα είναι εδώ ολοτρόγυρα του Ιμβραήμ να τον κτυπούν από τις πλάτες και τελειώνων είπεν ότι: "Σήμερον η πατρίς περιμένει από ημάς την δόξαν της διά της νίκης ταύτης!"».
Η θυσία του Παπαφλέσσα
Εκείνη τη στιγμή παρενέβησαν και μερικοί εκ των οπλαρχηγών του Παπαφλέσσα, οι οποίοι πρότειναν τη διάσπαση του κλοιού που είχε σχηματίσει το αιγυπτιακό ιππικό και τη μετακίνησή τους σε καταλληλότερο σημείο. Ελπίζοντας στην άφιξη πολυάριθμων στρατιωτικών ενισχύσεων ο Παπαφλέσσας επέμεινε πεισματικά να παραμείνουν στο σημείο και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, όπως και τελικώς έγινε.
Τα μοιρασμένα σε λόχους αιγυπτιακά τάγματα βάδιζαν σταθερά σε στήλες με κατεύθυνση τα χαρακώματα των λιγοστών ελλήνων υπερασπιστών. Η λιποταξία από την ελληνική πλευρά συνεχιζόταν. Οι τάξεις του στρατού φυλλορροούσαν. Μολαταύτα η μάχη μαινόταν για περισσότερες από οκτώ ώρες και η αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων στα αναχώματα υπήρξε αξιοθαύμαστη. Μεσούσης της μάχης πλησίαζε στο σημείο η δύναμη του Πλαπούτα. Δεν ενεπλάκη όμως στη μάχη. Περιορίστηκε σε μια διαταγή να πέσουν ομαδικές τουφεκιές για να αναθαρρήσουν οι άνδρες του Παπαφλέσσα και να «πτοηθούν» οι Αιγύπτιοι.
Υστερα από αλλεπάλληλες βολές του αιγυπτιακού πυροβολικού και από σειρά εφόδων του ιππικού το
πρώτο οχύρωμα που έπεσε ήταν αυτό του Παπαφλέσσα και στη συνέχεια αυτό του Βοϊδή. Ακολούθησε δραματική μάχη σώμα με σώμα. Αφού προξένησαν τη μέγιστη δυνατή φθορά στα στίφη των Αιγυπτίων - περισσότεροι από 600 Αιγύπτιοι νεκροί - τα ελληνικά τυφέκια σίγησαν μέχρις ενός. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γιαννάκης Παπάς, γιος του μακεδόνα αγωνιστή της Επανάστασης Εμμανουήλ Παπά. Μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε επίμονα να μεταφέρουν ενώπιόν του τον νεκρό Παπαφλέσσα. Οταν οι στρατιώτες τού έφεραν το ακέφαλο πτώμα του πελοποννήσιου οπλαρχηγού, διέταξε να τον στήσουν όρθιο πάνω σε ένα δέντρο. Αφού τοποθέτησαν και το κεφάλι του, ο Ιμπραήμ έμεινε να τον κοιτάζει θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα. Σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, αφού ο αιγύπτιος στρατηγός είπε ότι ήταν κρίμα που δεν τον έπιασαν ζωντανό και ότι αν οι Ελληνες είχαν δέκα πολεμιστές σαν αυτόν θα ήταν αδύνατον να καταπνιγεί η Επανάστασή τους, πλησίασε και τον ασπάστηκε.