Γλωσσικό ζήτημα και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
. .
Η ύπαρξη σοβαρού γλωσσικού ζητήματος στον ελληνισμό της Σοβιετικής Ένωσης[2] τροφοδότησε μια μεγάλη σύγκρουση που διάρκεσε περισσότερο από δώδεκα χρόνια.[3] Το
γλωσσικό ζήτημα απέρρεε από μια αντικειμενική κατάσταση που σχετιζόταν
με την αναντιστοιχία της διδασκόμενης γλώσσας με τις τοπικές ελληνικές
διαλέκτους που χρησιμοποιούσε ο πληθυσμός, καθώς και με την πολυγλωσσία
του.
Διδασκόμενη
γλώσσα υπήρξε η καθαρεύουσα, η οποία αντικαταστάθηκε μετά την επικράτηση
των μπολσεβίκων στην ρωσική αυτοκρατορία από τη δημοτική. Όμως η
πλειονότητα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αγρότες και μιλούσαν
την ποντιακή διάλεκτο της ελληνικής. Στην περιοχή της Τσάλκας της
κεντρικής Γεωργίας μιλιόταν η τουρκική γλώσσα. Στη Μαριούπολη μιλούσαν
τα μαριουπολίτικα, ένα ελληνικό ιδίωμα με πλήθος δανείων. Ένα μέρος του
μαριουπολίτικου ελληνισμού μιλούσε ένα από ταταρικά ιδιώματα της
Κριμαίας.[4] Ουσιαστικά
η δημοτική γλώσσα παρέμενε μια γλώσσα ξένη. Ακόμα και στις ελληνικές
παιδαγωγικές ακαδημίες, όπου η διδασκαλία γινόταν στη δημοτική, οι
φοιτητές μεταξύ τους μιλούσαν την ποντιακή.
To γεγονός
ότι σχεδόν μέχρι το 1926 η γλώσσα της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν η
καθαρεύουσα επέτεινε τη σύγχυση. Τα αποτελέσματα αυτής της πολυγλωσσίας
εκφραζόταν τόσο στο χώρο του γραπτού λόγου όσο και στο χώρο της
εκπαίδευσης.[5] Όσον
αφορά το γραπτό λόγο υπήρχε κακομεταχείριση της γλώσσας ως αποτέλεσμα
της ανυπαρξίας σαφών κανόνων και οδηγιών.
Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι
δάσκαλοι κατάγγελλαν τις αντίθετες οδηγίες που έδιναν τα βιβλία
Γραμματικής που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά σχολεία. Παράδειγμα για τη
συγκεκριμένη επισήμανση είναι μια κριτική που άσκησε ο Π. Σπέλτας στον
Κ. Τοπχαρά για τη χρησιμοποίηση της λέξης «τ’αβαλα» στη φράση «Ολα
τ’αβαλα μεχρι το τελεφτεο γραματακι…» στο βιβλίο του Τοπχαρά με τίτλο Τάνια η επαναστάτρια (Τανια ι επαναςτατρια), έκδοση
1935. Αναρωτιέται ο κριτικός εάν είναι σωστή η μορφή «τ’αβαλα» ή η
μορφή «τα’βαλα» και παραθέτει δύο αντίθετους μεταξύ τους κανόνες από την
Γραμματική του Τοπχαρά, έκδοση του 1927 αλλά και από την έκδοση του
1933[6].
Στα γραπτά
κείμενα δεν ήταν σπάνιες οι ασυναρτησίες, οι σολοικισμοί και οι
βαρβαρισμοί. Αυτά τα φαινόμενα, σε συνδυασμό με την εμφάνιση και
χρησιμοποίηση πλήθους νεολογισμών, έδιναν την εικόνα μιας αναρχούμενης
γλώσσας[7].
Ειδικά στο χώρο των νέων επιστημονικών και πολιτικών όρων η κατάσταση
ήταν απελπιστική. Ο καθένας μετέφραζε από τα ρωσικά όπως αυτός νόμιζε
σωστά. Το αποτέλεσμα ήταν να χρησιμοποιούνται διαφορετικές λέξεις για να
εκφράσουν την ίδια έννοια. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι
χρησιμοποιούμενες λέξεις δεν απέδιδαν την έννοια του όρου[8]. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πλάι στην ελληνική μετάφραση δημοσιευόταν σε παρένθεση και ο ρωσικός όρος[9].
Την πρώτη
περίοδο της μπολσεβικικής επικράτησης η κύρια εφημερίδα που εξέφραζε το
χώρο της ελληνικής εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποιούσε
την απλή καθαρεύουσα. Η καθαρεύουσα, ακόμα και η ακραία, βρισκόταν σε
χρήση σε διάφορες δραστηριότητες. Το ανέβασμα θεατρικών έργων στη γλώσσα
αυτή σχολιάζόταν δυσμενώς από τους καθεστωτικούς κριτικούς. «Τη
μεγαλύτερη εντύπωση μούκανε η γλώσσα, όχι Δημοσθένης και Πλάτων μα και
Όμηρος δεν την πρόλαβε» γράφτηκε ειρωνικά για ένα θεατρικό έργο που
ανέβηκε στο Νοβοροσίσκ.[10]
Το γλωσσικό
ζήτημα εκφράστηκε έντονα, δημιουργώντας μεγάλο χάσμα στους κόλπους των
Ελλήνων διανοουμένων. Ξεκίνησε καταρχάς από τη διαφορετική πολιτική
θεώρηση και στη συνέχεια πήρε τη μορφή των διαφορετικων θέσεων στον
εξελισσόμενο προβληματισμό για το γλωσσικό ζήτημα.
Σχηματικά μπορούμε να
πούμε ότι στο στρατόπεδο που αντιμετώπιζε με επιφύλαξη τις αλλαγές
ανήκαν οι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, οι οποίοι είχαν
κλασική παιδεία. Στο άλλο στρατόπεδο εντάχθηκαν όσοι από τους αποφοίτους
του Φροντιστηρίου είχαν ενστερνισθεί τις νέες ιδέες, καθώς και οι
απόφοιτοι των νέων παιδαγωγικών ακαδημιών.
Η αρχική σύγκρουση έγινε
πάνω στο ζήτημα της αντικατάστασης της καθαρεύουσας με τη δημοτική και
της απλοποίησης της αλφαβήτου. Στη συνέχεια η σύγκρουση επεκτάθηκε στο
ζήτημα της επιλογής της μορφής της ελληνικής γλώσσας και της
αντικατάστασης της δημοτικής με την ποντιακή. Επίσης τέθηκε ζήτημα και
με τα μαριουπολίτικα, τα οποία μιλιούνταν από ικανό αριθμό Ελλήνων της
Αζοφικής Θάλασσας.[11]
Στη
δεύτερη σύγκρουση μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών, που συμφωνούσε με την
αντικατάσταση της καθαρεύουσας και την κατάργηση της ιστορικής
ορθογραφίας, αντέδρασε στην εισαγωγή της ποντιακής στην εκπαίδευση και
στην ομάδα που ήταν συσπειρωμένη γύρω από την εφημερίδα Κομμουνιστής (Κομυνιςτις) και προωθούσε αυτή τη λύση. Πάντως
η έλλειψη κανόνων είχε οδηγήσει στην τραγελαφική κατάσταση να θεωρείται
η ελληνική γλώσσα παρόμοια με τις γλώσσες που απόκτησαν γραφή μόλις
μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση[12].
Στην κατάσταση αυτή πολλές φορές οδηγούσε και ο φόβος μήπως η χρήση της
σωστής λέξης, η οποία πιθανόν να ανήκε στην καθαρεύουσα, οδηγούσε στο
χαρακτηρισμό του χρήστη ως «καθαρευουσιάνου», με αποτέλεσμα τη δίωξή του[13].
Για τη μελέτη του σύνθετου αυτού γλωσσικού
ζητήματος δημιουργήθηκε η Πανενωσιακή Κεντρική Επιτροπή του Νέου
Αλφαβήτου (ΠΚΕΝΑ) με μέλη Έλληνες διανοούμενους και Ρώσους ελληνιστές. Η
αρχική άποψη της Επιτροπής για την επίσημη γλώσσα της ελληνικής
εθνότητας της Σοβιετικής Ένωσης, ευνοούσε τη δημοτική. Επεσήμαινε το
γεγονός ότι η δημοτική μιλιόταν από περιορισμένο μόνο αριθμό Ελλήνων,
αλλά αντιπαράθετε σ’ αυτό το ότι η ποντιακή αποτελούνταν από διάφορα
ιδιώματα.[14]
Αυτό που
έχει μεγάλη σημασία είναι ότι η επιτροπή επηρεάστηκε καθοριστικά από τις
απόψεις των διανοουμένων για τη φωνητική ορθογραφία. Δηλαδή την
κατάργηση των θεωρούμενων περιττών στοιχείων που επιβίωναν στο ελληνικό
αλφάβητο από την αρχαιότητα και την προσαρμογή του γραπτού λόγου στον
προφορικό. Οι απόψεις αυτές είχαν ωριμάσει στους διανοούμενους που
κατοικούσαν κυρίως στα παράλια της Γεωργίας. Πλήθος από βιβλία,
θεατρικά, λογοτεχνικά κ.ά. είχαν ήδη εκδοθεί στην φωνητική γραφή. Ο
προβληματισμός για την απλοποίηση του αλφαβήτου και η απόπειρα εφαρμογής
της φωνητικής γραφής στην εκπαίδευση είχε εμφανιστεί από νωρίς στο
μικρασιατικό Πόντο. Ένας απ’ αυτούς που έκφρασε τις νέες αναζητήσεις και
συγκρούστηκε με την παραδοσιακή ελληνική διανόηση της Τραπεζούντας για
ιδεολογικά ζητήματα ήταν ο Γιάγκος Κανονίδης, ο οποίος αναγκάστηκε να
καταφύγει στη Ρωσία και να αναζητήσει δουλειά ως δάσκαλος στο κοινοτικό
ελληνικό σχολείο της Ανάπα.[15] Η
πρώτη εμφάνιση της φωνητικής γραφής στον ποντιακό χώρο έγινε από το
μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Φωτιάδη. Αυτός έγραψε το τελευταίο του
θεατρικό έργο το 1908 χρησιμοποιώντας τη γραφή αυτή. Την ίδια γραφή
χρησιμοποιούσε και στα βοηθήματα που έδινε στους μαθητές του.
Προηγουμένως είχε διδάξει με τον ίδιο τρόπο την ελληνική γλώσσα στα
ελληνόπουλα του χωριού Αχαλτσίκ στη Γεωργία. Ο Φωτιάδης είχε επηρεαστεί
από τους ακραίους δημοτικιστές της Αθήνας και από τους επαναστατικούς
προβληματισμούς που εμφανίστηκαν στη Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα.[16] Η
πολιτική αλλαγή που συντελέστηκε μερικά χρόνια αργότερα με την
Οκτωβριανή Επανάσταση ευνόησε την επισημοποίηση των απόψεων αυτών.
Η
πρωτοβουλία για την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής και της φωνητικής
ορθογραφίας ξεκίνησε από το Βατούμι. Συζητήθηκε και αποφασίστηκε σε
συνδιασκέψεις δασκάλων στο Κουμπάν, στο Σοχούμι και αργότερα στην
Κριμαία.[17] Στις
10 Μαϊου 1926 σε Πανενωσιακή Σύσκεψη των Ελλήνων διανοουμένων στη
Μόσχα, «Πανσυνδεσμιακή Σύσκεψη» όπως ονομάστηκε, αποφασίστηκε η
καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην θέση της καθαρεύουσας και η
αντικατάσταση του εικοσιτετραγράμματου αλφαβήτου με το εικοσιγράμματο.
Με την απόφαση αυτή: καταργήθηκαν οι δίφθογγοι, διατηρήθηκαν μόνο το «ι»
και το «ο», στη θέση του «ου» καθιερώθηκε το «υ», στη μικρογράμματη
γραφή παρέμεινε μόνο το «ς» ενώ καταργήθηκε το «σ», τα διπλά σύμφωνα
γράφονταν αναλυτικά (δηλαδή το «ξ» ως «κς» και το «ψ» ως «πς») και
καθιερωνόταν το ενωτικό στις κτητικές αντωνυμίες. Το παρακάτω κείμενο,
το οποίο είναι γραμμένο στην ποντιακή και σε 20γράμματο αλφάβητο απηχεί
χαρακτηριστικά το πνεύμα των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι στη συνέχεια θα
συγκροτήσουν την ποντιιστική τάση:
«Tα 24
γραματα προτι αςυς Ελενας μεταχιριςτανατα ι Ιωνες κεπεκι ι Αθινει
κιςτερνα ολ ι αλι Ρομει. Ακομαν υς ατορα ςο πυρζυαδικον τιν Ελαδαν
ταλφαβιτον τΕφκλιδι εχνε. Εμις πα το ςοςτον πολα μακρα κεπιγαμε αν κε
επρεπεν να παμε. Εβγαλαμε μονον τα περιςα -η- κε -ω- κε το -ξ- κε το
-ψ-. Τα διο προτα γιατι ατορα κςαι κεπεμνανε ςιν γλοςανεμυν κε τα διο
τελεφτεα για να λιπ ι ςινχιςι. Επιδι ατα διπλα ελεγανατα κε διπλα ατα
ινε κε πρεπ να γραφκυνταν με διο γραματα. Το επιχιριμαν τι ςιντομιας κε
εφκολιας πυ φερνε καπιι πυδεν κι κρυι. Κιαν ενυνιζαν ατο ντο λεγνε, κι
θα ελεγανατο καμιαν. Γιατι αν εν εφκολια μεναν γραμαν να γραφομε διο
φτονκυς, γιατι να περιορισκομες ςατα κεκα μονο κε να μι διπλαςιαζομε κε
ταλα κε να τριπλασιαζοματα αν αγαπατε αμον ντεπιναν ι καλογερ κε αμον
ντο εςαν γραμενα τα παλεα τα θριςκεφτικα τα βιβλια! Ατο ολιγον να
νυνιζιατο κανενας εγρικα πος παλαλοςινια εν. Οχι εφκολιαν, διςκολιαν
διγνε τα διπλα τα γραματα.» [18]
Η μεταγραφή του παραπάνω κειμένου στη δημοτική με το 24γράμματο αλφάβητο, δίνει το εξής:
“Το 24
γράμματα, πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες μεταχειρίστηκαν οι Ίωνες και
απ’ εκεί οι Αθηναίοι και αργότερα όλοι οι άλλοι Ρωμιοί. Ακόμα, ως τώρα,
στην μπουρζουάδικη Ελλάδα το αλφάβητο του Ευκλείδη έχουν. Εμείς όμως, το
σωστό δεν το πήγαμε και πολύ μακριά, παρότι έπρεπε να πάμε. Βγάλαμε
μόνο τα περιττά -η- και -ω- και το το -ξ- και το -ψ-. Τα δυό πρώτα γιατί
τώρα καθόλου δεν απέμειναν στη γλώσσα μας και τα δυό τελευταία για να
λείπει η σύγχυση. Επειδή αυτά “διπλά” τα λένε και διπλά αυτά είναι και
πρέπει να γράφονται με δύο γράμματα. Το επιχείρημα της συντομίας και
ευκολίας που φέρνουν κάποιοι, πουθενά δεν στέκει. Και αν σκέφτονταν αυτό
που λένε, καμιά φορά δεν θα το έλεγαν. Γιατί αν είναι ευκολία με ένα
γράμμα να γράφουμε δύο φθόγγους, γιατί να περιοριστούμε σ’ αυτά εδώ μόνο
και να μην διπλασιάζουμε και τριπλασιάζουμε αν αγαπάτε, όπως έκαμαν οι
καλόγεροι και όπως ήταν γραμμένα τα παλιά θρησκευτικά βιβλία! Αυτό λίγο
να το σκέφτεται κάποιος, καταλαβαίνει ότι είναι ανοησία. Όχι ευκολία,
δυσκολία δίνουν τα διπλά γράμματα.”
Ουσιαστικά η
Σύσκεψη αποδέχτηκε την πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής του Νέου
Αλφαβήτου για την επισημοποίηση της δημοτικής γλώσσας και την
αντικατάσταση της ιστορικής ορθογραφίας με τη φωνητική. Όσον αφορά στον
τονισμό των λέξεων, καταργήθηκε ο τόνος στις μονοσύλλαβες λέξεις και σε
όσες τονίζονταν στη λήγουσα. Οι κινήσεις αυτές ήταν απολύτως
προσαρμοσμένες στις νέες αντιλήψεις για τη γλώσσα που είχαν κυριαρχήσει
στο σοβιετικό χώρο. Η προέλευση αυτών των αντιλήψεων εντοπίζεται στην
μαρξιστική σκέψη, όπου γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τα φαινόμενα του
εποικοδομήματος με ταξικούς όρους.[19]
Στην απόφαση
της Σύσκεψης προτάθηκε η αντιμετώπιση της αγραμματοσύνης με την έκδοση
βιβλίων στις τοπικές ελληνικές διαλέκτους. Η σύσκεψη επέλεξε τη δημοτική
του Ψυχάρη:
«Δημοτική
αγνή και άδολη, λυτρωμένη από κάθε στοιχείο νεκρό και ψεύτικο για να
μην αναγκαστούμε κάθε λίγο και λιγάκι να κάνουμε αναθεώρηση»,
ή, όπως ακριβώς είχε γραφτεί:
«Διμοτικι
αγνι κε άδολι, λιτρομένι απο κάθε ςτιχίο νεκρο κε πςέφτικο για να μιν
ανανκαςτύμε κάθε λίγο κε λιγάκι να κάνυμε αναθεόριςι.«[20]
Ο πολιτικός
στόχος που εξυπηρετήθηκε με την απόφαση ήταν η σοβιετοποίηση του
ελληνικού σχολείου και η υιοθέτηση νέων γλωσσικών εργαλείων που δεν
ταυτίζονταν με την παλιά εποχή.[21]
Οι νέοι κανόνες της φωνολογίας και μορφολογίας της νεοελληνικής γλώσσας κωδικοποιήθηκαν και εμφανίστηκαν στη Νεοελληνική γραμματική που
έγραψε ο Κ. Τοπχαράς. Επιπλέον άρχισε προσπάθεια να δοθούν κατευθύνσεις
για τα ζητήματα της ορολογίας και της δημιουργίας νέων λέξεων. Οι
λέξεις γράφονταν όπως ακριβώς προφέρονταν. Η Σμύρνη γραφόταν «Ζμίρνι»,
το αποτέλεσμα «αποτέλεζμα», κι ακόμη «ελινιζμος», «ςοςιαλιζμος»,
«ιδεαλιζμος», «γιριζμος», «προθεζμία», «γίμναζμα», «έλαζμα», «άθριζμα»,
«ςκιματιζμος», «δεζμα», «πεζ-μυ» κ.λπ. Οι φθόγγοι «σθ», «σχ», «φθ»,
«φσ», «φχ», «χθ», «κτ», «πτ», «γκ» και «γγ» αντικαταστάθηκαν από τους
«ςτ», «ςκ», «φτ», «πς», «φκ», «χτ», «χτ», «φτ», «νκ» και «νκ»
αντίστοιχα. Παράδειγμα τέτοιων αλλαγών είναι: νκαρίζο, άνκελος,
νκρέμιζμα, νκρίζος, φτόνκος (φθόγγος), ςτένος (σθένος), ςκολίο κ.λπ.
Το «ν» στο
τέλος των λέξεων έμπαινε όταν η λέξη που ακολουθούσε άρχιζε με «μ», «π»,
«τ» ή φωνήεν. Η νέα γραμματική προκάλεσε την αθρόα είσοδο τύπων της
ακραίας δημοτικής, όπως «ι καπνοςινκέκτροςες» (οι καπνοσυγκεντρώσεις),
«ι κατάλικςες» (οι καταλήξεις), «ι διάθεςες» (οι διαθέσεις), «ι λέκςες»
(οι λέξεις), «τυ ριμάτυ» (του ρήματος), «ι γραματέι» (οι γραμματείς), «ι
τομέι» (οι τομείς), «Αρχτικι» (Αρκτική), «το γεγονότο» (το γεγονός),
«τον ονομάτονε» (των ονομάτων), «τον αριθμιτικόνονε» (των αριθμητικών),
«τον επιθέτονε» (των επιθέτων), κ.λπ. Βεβαίως εμφανίζονταν κατά καιρούς
και παλαιότεροι τύποι όπως «αποκρίπςις» (αποκρίψεις) αντι «απόκριπςες»,
«το ςχολίο» αντί «το ςκολι», «τις εργαςίας-τον» αντί «τις εργαςίας-τυς»,
«τις πολιεθνυς» αντί «τις πολιεθνικις», «ιμεροκάματα» αντί
«μεροκάματα», «επικεφαλις» αντί «επικεφαλι», «αςφαλιςθις» αντί
«αςφαλιςμένος» κ.λπ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τονικό σύστημα του
Γιαννίδη που επιλέχθηκε με την μεταρρύθμιση του 1925[22].
Καταργήθηκαν τα πνεύματα και η περισπωμένη. Ο τόνος καταργήθηκε στις
μονοσύλλαβες λέξεις και στη λήγουσα. Εξαιρέθηκαν οι μονοσύλλαβες που
χρησιμοποιούνταν σε ερώτηση ή για να δίνουν έμφαση όπως «Πύ πας;», «Πός
ίρθες;», «Ι εγό ί εςί», «Μονά γιά ζιγά», «Για πέζ-μυ», «Νά-τος έρχετε»,
«Μά τιν αλίθια», «Τί θες;»
Η τυπολατρία και η αδιάλλακτη απόρριψη των
τύπων της «αντιδραστικής» γλώσσας, όπως αποκαλούσαν την καθαρεύουσα,
καθώς και κάθε «συμβιβασμού» με την κλασική μορφολογία ήταν η κυρίαρχη
στάση. Η συμπεριφορά αυτή παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, στην αντίστοιχη
«ξύλινη γλώσσα» που εμφανίστηκε κυρίως μετά την μεταπολίτευση[23].
Φαίνεται ότι η αλλαγή του αλφαβήτου και όλες οι υπόλοιπες μορφολογικές
αλλαγές που ακολούθησαν, συνάντησαν μεγάλες αντιδράσεις. Παρ’ όλο ότι
πάρθηκε επίσημα απόφαση και το ευρύτερο πολιτικό κλίμα χαρακτηριζόταν
από αυταρχισμό υπήρχαν δάσκαλοι που τολμούσαν ακόμα να διδάσκουν την
καθαρεύουσα και την ιστορική ορθογραφία. Ενδεικτική είναι η καταγγελία
κατά του δάσκαλου Βαφειάδη από το Βατούμι, ο οποίος είχε ιδιωτικό
σχολείο. Το σχολείο του καταγγέλθηκε ως «σωβινιστικό σχολείο».
Καταγγέλλονταν επίσης και οι υπεύθυνοι του Κρατικού Σχολείου του Βατούμι
γιατί δέχονταν τους απόφοιτους της Σχολής Βαφειάδη. Η καταγγελία
τελείωνε με το αίτημα «να πάψει μια τέτοια διαστρέβλωση του μορφωτικού μετώπου...»[24]. Ο ίδιος ο πληθυσμός εφεύρε μια χαρακτηριστική έκφραση για να χαρακτηρίσει τη φωνητική γραφή: «κουρεμένον γλώσσα.»[25]
Τους προβληματισμούς της ελληνικής
διανόησης της περιόδου αυτής στη Σοβιετική Ένωση παρουσίασε ο Κώστας
Τοπχαράς (Κώστας Κανονίδης), δάσκαλος στην Ελληνική Παιδαγωγική Ακαδημία
του Κρασνοντάρ, στη Γραμματική της Νεοελληνικής Γλώσσας (Γραματικι τις Νεοελινικις Γλόςας). Η
Γραμματική αυτή πήρε τη «Γνωμοδότηση της ιδιαίτερης Επιτροπής των
κεντρικών κούρσων της μετεκπαίδευσης των Ελλήνωνε δασκάλωνε για τη
γραμματική της ελληνικής γλώσσας του σ. Τοπχαρά» με τις υπογραφές των:
Τ. Εφρεμάντη, Π. Χολίδη, Α. Παπαδόπουλου, Τ. Κοροβίλου, Α.
Παρασκευόπουλου, Δ. Κανονίδη.[26]
Στην
εισαγωγή της γραμματικής του ο Τοπχαράς αναφέρθηκε στην καθαρεύουσα και
στην ιστορική ορθογραφία αποκαλώντας τες λερναία ύδρα, χειρότερη από τη
μυθική που «Μαράζωνε και σακάτευε την ελληνική φυλή και της έπνιγε κάθε ορμή και θέληση για νέα δημιουργία.» Θεωρούσε ότι η «μπουρζουαζία» μέσω της γλωσσικής συντήρησης στερέωνε την εξουσία της και ότι το σύνθημα «Ζήτω
η αθάνατη γλώσσα (όχι η ζωντανή βέβαια, η μπαλσαμωμένη, αφού πέθανε
δύομισι χιλιάδες χρόνια μπροστά)» μαζί με τα συνθήματα «θρησκεία»,
«ελληνισμός», «θάνατος στους τούρκους και τους βουλγάρους», είναι
«μπουρζουάδικα τερτίπια.» Και τελικά: «… έτσι η γλώσσα κοντά στον
πατριωτισμό, τη θρησκεία τα άλλα όπλα της μπουρζουαζίας γένηκε και αυτή
όπλο -στην Ελλάδα ένα από τα σπουδαιότερα- των τραγογένηδων, των φρουρών
αυτών της μπουρζουαζίας.» Τα αποσπάσματα αυτά ήταν γραμμένα σε φωνητική γραφή ως εξής:
«Μαράζονε
κε ςακάτεβε τιν ελινικι φιλι κε τις έπνιγε κάθε ορμι κε θέλιςι για νέα
διμιυργία», «θριςκία», «ελινιζμος», «θάνατος ςτυς τύρκυς κε τυς
βυλγάρυς», «Κ’ έτςι ι γλόςα κοντα ςτον πατριοτιζμο, τι θρισκία τα άλα
όπλα τις μπυρζυαζίας γένικε κε αφτι όπλο – ςτιν Ελάδα ένα απτα
ςπυδεότερα – τον τραγογένιδον, τον φρυρον αφτον τις μπυρζυαζίας.» [27]
Στο κείμενο
αυτό σχολιαζόταν η τάση των αστών δημοτικιστών με πρωτοπόρους τον Σολωμό
και τον Βηλαρά. Θεωρούσε την τάση αυτή ως την πιο επικίνδυνη, ως την
έξυπνη επιλογή των αστών για να προστατεύσουν τα ταξικά τους συμφέροντα:
«Ίνε
αλίθια πος κε τόρα τελεφτέα κάπιι μπυρζυάδες προορατικι, πιο έκςιπνι κε
μεγαλεπίβολι, κε για τύτο πιο επικίντινι , ιπερασπίζυνε λιςαςμένα κε
ιροικα τι διμοτικι πάντα για δικυς-τυς τακςικυς ςκοπυς».
Ο Κ. Τοπχαράς κατέληγε στο συμπέρασμα, που το γράφει με κεφαλαία γράμματα:
«Μα το γλωσσικό ζήτημα δεν το έλυσε και ούτε θα το λύσει εφόσον υπάρχει καπιταλιστικό καθεστώς εκεί κάτω.»[28]
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Κώστα Τοπχαρά για τα κριτήρια
επιλογής της δημοτικής και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ποντιακής.
Γράφει:
“Στιν
κατάργιςι τις ορθογραφίας ακολυθίςαμε τι γνόμι τυ Φιλίντα κε το ζοντανο
παράδιγμα τυ Βιλαρα κε τυ δικυ-μας επαναςτάτι Γέργο Φοτιάδι. Στι γλόςα
μια αντίριςι μπορύςε κάπιος να μας αποτίνι: Γιατι δεν βάλαμε τιν Ποντικι
ος όργανο; Απαντύμε. Αν κε διαφέρι ι Ποντικι απτι διμοτικι αρκετα, ίνε
μιατις διάλεχτο. Κοντα ς’ αφτο ίνε κε ακαλιέργιτι κε για να τιν
καλιεργίςυμε απο τόρα ι 150 χιλιάδες ίνε κε υτοπία κε ςτενος
ςοβινιζμος.»
Στο 24γράμματο το κείμενο αυτό έχει την εξής μορφή:
«Στην κατάργηση της ορθογραφίας ακολουθήσαμε τη γνώμη του Φιλίντα και το ζωντανό παράδειγμα του Βηλαρά[29] και
του δικού μας επαναστάτη Γιώργο Φωτιάδη. Στη γλώσσα μια αντίρρηση
μπορούσε κάποιος να μας αποτείνει: Γιατί δεν βάλαμε την Ποντική ως
όργανο; Απαντούμε. Αν και διαφέρει η Ποντική απτη δημοτική αρκετά, είναι
μιά διάλεχτος. Κοντά σ’ αυτό είναι και ακαλλιέργητη και για να την
καλλιεργήσουμε από τώρα οι 150 χιλιάδες είναι και ουτοπία και στενός
τοπικισμός.»[30]
Η αριστερή κριτική στο δημοτικισμό
.
.
O Toπχαράς
θα αναθεωρήσει λίγα χρόνια αργότερα τις απόψεις του και θα γίνει ο
γνωστότερος εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής τάσης των ποντιιστών.[31] Σε
ένα επόμενο βιβλίο, όπου τέσσερα χρόνια αργότερα ανασκεύασε πλήρως την
άποψή του για την ποντιακή, αποκαλούσε τη μεταρρύθμιση του 1926
«ημιτελής μεταρρύθμιση». Το επιχείρημά του ήταν ότι δεν τόλμησε να
εισάγει ως επίσημη ελληνική γλώσσα την ποντιακή. Αποδεχόταν ότι η
δημοτική ήταν ζωντανή γλώσσα, αλλά διευκρίνιζε ότι ήταν ζωντανή για τους
«κατωμερίτες Έλληνες κάτω στην Ελλάδα» και όχι για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι μιλούσαν την ποντιακή.
“Όλοι
θυμούνται τη μεταρρύθμιση που έκανε στην γλώσσα μας το 1926, στις 10
Μαϊου, η Πανσυδεσμική σύσκεψη, όπου μαζεύτηκαν αντιπρόσωποι απ’ τους
Ρωμιούς εργαζόμενους στη μόρφωση. Αυτή η μεταρρύθμιση γκρέμισε την
τεχνητή γλώσσα “καθαρεύουσα” και την ιστορική ορθογραφία, πάνω στην
οποία διδάσκονταν ως τότε στα σχολεία και πάνω στην οποία γινόταν όλη η
μορφωτική δουλειά ανάμεσα στους εργαζόμενους Ρωμιούς της ΕΣΣΔ. Στον τόπο
εκείνων, η σύσκεψη έβαλε τη φωνητική ορθογραφία και τη δημοτική, δηλαδή
τη γλώσσα την οποίαν μιλούν στην Ελλάδα. Η σπουδαιότερη σημασία της
μεταρρύθμισης, ήταν η εισαγωγή της φωνητικής της ορθογραφίας και αυτό
ήταν μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για το γλωσσικό το ζήτημά μας. Με βάση
τις συνθήκες όπως ήταν τότε, η συνδιάσκεψη δεν μπόρεσε να λύσει ριζικά
το γλωσσικό ζήτημα. Η σύσκεψη έστειλε στο γκρεμνό και στον αγύριστο, την
τεχνητή την ψόφια καθαρεύουσα και έβαλε στον τόπο της τη δημοτικής,
γλώσσα ζωντανή, αλλ’ όμως ζωντανή όχι για τη δικιά μας τη μάζα, επειδή
σ’ αυτή τη γλώσσα μιλούσαν και μιλούνε, όχι οι εργαζόμενες ρωμαίικες
μάζες της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά οι κατωμερίτες οι Έλληνες κάτω στην
Ελλάδα.”
To κείμενο στην αυθεντική του μορφή είναι το εξής:
«Ολ
ενθιμυνταν τιν μεταριθμιςιν ντο επικεν ςιν γλοςανεμυν ςα 1926 10 τι
Καλομινα το Πανςινδεζμικον ι ςιςκεπςι οπυ εμαζεφταν αντιπροςοπι αςι
ρομεις δυλεφταδες τι μορφοςις. Ατο ι μεταριθμιςι εκρεμςεν το τεχνιτον
τιν γλοςαν «καθαρεβυςα» κε το ιςτορικον τιν ορθογραφιαν, απαν ςα οπια
εμαθιζαν υς ατοτες ςα ςχολια κε απαν ςα οπια εγινυτον ολεν το μορφοτικον
ι δυλια αναμεςα ςι εργαζομενυς ρομεις τι ΣΣΣΔ. Σον τοπον τατινετερον ι
ςιςκεπςι εβαλεν το φονιτικον τιν ορθογραφιαν κε τιν διμοτικιν, διλαδι
τιν γλοςαν το οπιον ομιλυν ςιν Ελαδαν. Το ςπυδεοτερον ι ςιμαςια τι
μεταρυθμιςις ετον το εμπαζμαν τι φονιτικυ τορθογραφιας κι ατο ετον
μεγαλον ποδαρεαν προς τα εμπρος σο γλοςικον το ζιτιμανεμυν. Ελαμεν οπος
εςαν τα υςλοβιας ι ςινδιαςκεπςι κεπορεςεν να λιν ριζικα το γλοςικον το
ζιτιμαν. Ι ςιςκεπςι εςτιλεν ςον κρεμον κε ςον αγιριςτον το τεχνιτον, το
πςοφεμενον τιν καθαρεβυσαν κε εσενκεν ςον τοποναθε τιν διμοτικιν, γλοςαν
ζοντανον, αλομος ζοντανον οχι για τεμετερον τι μαζαν, επιδι ςατο τι
γλοςαν εκαλατζεβαν κε καλατζεβνε, οχι τα εργαζομενα ρομεικα μαζας τι
Σοβ. Σιδεζμυ, αλα ι κατομεριτ ι ελινες αφκα ςιν Ελαδαν.«[32]
Η εξήγηση
που έδωσε για την κυριότερη αιτία που δεν επέτρεψε το 1926 να λυθεί
τελειωτικά, όπως υποστήριζε, το γλωσσικό ζήτημα είναι ότι:
«… ως
τότε, ακόμα και ως τελευταία, κανείς δεν καταπιάστηκε να μελετά
επιστημονικά, διαλεκτικά τη μητρική μας γλώσσα, την ποντιακή γλώσσα.»
Η θέση του αυτή είναι γραμμένη ως εξής:
«Εναν
αςα κιριοτερας ετιας, ντο ατοτες κεπορεςεν τελιοτικα να λιετε το
γλοςικον ζιτιμαν εν το εκςις -υς ατοτες ακομα κε υς τελεφτεα κανις
κεκαταπιαςτεν να μελετα επιςτιμονικα, διαλεχτικα το μιτρικον τι
γλοςανεμυν, το ποντεικον τιν γλοςαν.«[33]
Αυτό που
μπορούμε να εντοπίσουμε είναι ότι η αρχική ομάδα των οπαδών της
ποντιακής προερχόταν από την Κρώμνη του μικρασιατικού Πόντου και
συνδεόταν με συγγενικές σχέσεις. Ο Κώστας Τοπχαράς (Κανονίδης) είναι
ξάδελφος των δύο πρωτοπόρων των απόψεων αυτών, των Γιώργου και Γιάγκου
Φωτιάδη.[34]
Η περίοδος
που ακολούθησε τη μεταρρύθμιση του 1926 ήταν περίοδος μεγάλης σύγκρουσης
ανάμεσα στις διάφορες ομάδες. Κατ’ αρχάς βλέπουμε να ισχυροποιείται η
τάση των «ποντιϊστών.» Ενδεικτικό της ισχυροποίησής της ήταν η
προσχώρηση σ’ αυτήν, όπως προαναφέρθηκε, του μέχρι πρόσφατα δημοτικιστή
Κώστα Τοπχαρά, ο οποίος λίγα χρόνια πριν έγραφε:
«Βεβεα
ι Ποντικι δεν κςεπερνα τα ςινορα τις διαλεχτυ κε δεν αποτελι ιδιετερι
γλοςα… Ο ςκοπος τυ (σ.τ.σ. δασκάλου) πρεπι να ινε ι διδαςκαλια τις
διμοτικις πυ ινε ι κινι γλοςα κε ι ποντικι διαλεχτος ινε μια
πραγματικοτιτα ςτο πλεςιο τις οπιας ι διδαςκαλια αφτι θα γινι».[35]
Τρεις ήταν
οι βασικές τάσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της σκληρής πάλης
για την επίλυση του γλωσσικού προβλήματος. Σχηματικά μπορούμε να τις
ονομάσουμε: δεξιά, κεντρώα και αριστερή τάση. Η κεντρώα και κυρίαρχη
τάση ήταν αυτή που συμφωνούσε πλήρως με τη μεταρρύθμιση του 1926, τη
θεωρούσε τελική και την ονόμαζε «γλωσσική επανάσταση.» Η δεξιά τάση ήταν
αυτή που αναγνώριζε την ήσυχη μεταρρύθμιση, υποστήριζε την καθαρή μορφή
της δημοτικής και δεν πολυσυμφωνούσε με όλες τις μεταρρυθμίσεις που
θεσπίστηκαν. Γι’ αυτό και κατηγορούνταν από τους αντιπάλους της ότι
«απορρίπτει το επαναστατικό άλμα.» Η τάση αυτή συσπείρωνε όσους
παραγνώριζαν το γεγονός της ύπαρξης ποντιόφωνων πληθυσμών, καθώς και
πληθυσμών που μιλούσαν τη μαριουπολίτικη διάλεκτο. Στην τάση αυτή
συσπειρώθηκαν και οι διανοούμενοι εκείνοι που ήταν υπέρ της ιστορικής
ορθογραφίας και της καθαρεύουσας, αλλά δεν μπορούσαν να έχουν σοβαρή
παρέμβαση και να εκφραστούν αυτόνομα γιατί στο συγκεκριμένο ιστορικό
πλαίσιο αντιμετωπίζονταν ως εκφραστές της «αντίδρασης» και του
«εκπαιδευτικού σκοταδισμού.» Oι διαφορετικές απόψεις για το γλωσικό
ζήτημα εκφράστηκαν μέσα από διαφορετικές ελληνικές εφημερίδες της
Σοβιετικής Ένωσης. Ο Κομμουνιστής υιοθέτησε ανεπιφύλακτα την άποψη για εισαγωγή της ποντιακής γλώσσας στην εκπαίδευση. Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) και ο Κολεχτιβιστής (Κολεχτιβιςτις) υποστήριζαν
τους δημοτικιστές. Στις στήλες των εφημερίδων εμφανίστηκε πλήθος άρθρων
με τα οποία ασκούνταν πολεμική στις αντίθετες απόψεις.
Η αριστερή
τάση ήταν μαχητικότερη από τις άλλες. Διεκδικούσε το άμεσο πέρασμα των
διάφορων πολιτικών εργασιών και της διδασκαλίας στην εκπαίδευση στη
«γλώσσα του λαού», στα ποντιακά. Η αντίληψή της για τη σχέση της
ποντιακής με τη δημοτική ήταν ότι η ποντιακή γλώσσα δεν είναι παρακλάδι
της δημοτικής, αλλά ιδιαίτερη γλώσσα, που αναπτύχθηκε σε διαφορετικές
κοινωνικοοικονομικές και παραγωγικές συνθήκες και διαμόρφωσε το δικό της
λεξιλόγιο και φθογγολογικό σύστημα. Η τάση αυτή υποστήριζε ότι η
ποντιακή διαφέρει από τη δημοτική όσο η ουκρανική γλώσσα από τη ρωσική
και κατά συνέπεια η δημοτική δεν ήταν γλώσσα όλων των Ελλήνων:
«Ι
διμοτικι εφανθεν πος οχι μονον κεν κινον γλοςα για ολτς τι ρομεις, αλα
εφανθεν πος εν κςενον γλοςα για τι εργαζομενυς ρομεις τι ΣΣΣΔ.«[36]
Δηλαδή:
“Η
δημοτική φάνηκε πως όχι μόνο δεν είναι κοινή γλώσσα για όλους τους
Ρωμιούς, αλλά φάνηκε πως είναι ξένη γλώσσα για τους εργαζόμενους Ρωμιούς
της ΕΣΣΔ.”
Η κυρίαρχη
κεντρώα τάση κατάγγειλε την «αριστερά» ότι αυτή «αναγνωρίζει μονάχα το
άλμα και παραγνωρίζει την εξέλιξη.» Οι «ακραίες» τάσεις σχολιάζονταν ως
εξής από τον ελληνικό Τύπο που συντασσόταν με τους κεντρώους:
«Όσο η
δεξιά, τόσο και η ‘αριστερή’ πέρνουνε κάποιο ζήτημα, μια βάση και την
υψώνουνε ως το απόλυτο μονόπλευρα και μεταφυσικά αναπτύσσουνε τη γραμμή
τους και την θεωρούνε σωστότερη χωρίς να θέλουν να καταλάβουν τις
διαλεχτικές αντιφάσεις της πραγματικότητας.»[37]
Η γραμμή της αριστερής τάσης διατυπώθηκε με την υπογραφή της ομάδας του
«Κομμουνιστή» (“Κομυνιςτι”), στον πρόλογο της γραμματικής του Τοπχαρά.
Είχε τη μορφή πολιτικής διακήρυξης: Δήλωνε ότι το γλωσσικό ζήτημα έχει
γίνει κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Το επίκεντρο των προβληματισμών ήταν πως
θα γινόταν η γλώσσα λειτουργική, ώστε να εξυπηρετούνταν με τον καλύτερο
τρόπο ο υπέρτατος στόχος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Η γλώσσα
αντιμετωπιζόταν ως εργαλείο για την επίτευξη του πολιτικού στόχου. Και,
κατάληγε:
«Για
το ρωμαίικο το γλωσσικό ζήτημα τώρα συζητούν τα πλατιά στρώματα των
εργαζομένων. Στο κέντρο της προσοχής μας στέκει το ζήτημα -πώς να
κάνουμε και η γλώσσα που θα φτιάξουμε να μας βοηθά, πραγματικά να είναι η
γλώσσα της μάζας μας. Να μας καταλαβαίνου όλοι και όχι μόνο να μας
καταλαβαίνουν, αλλά να τη μιλούν και κείνοι, να μπορούν να παίρνουν
ενεργό μέρος στη δουλειά μας -στο χτίσιμο του σοσιαλισμού… Tέτοια γλώσσα
για τις δικές μας τις ελληνικές μάζες που βγήκαν από τον Πόντο είναι η
ποντιακή η γλωσσα. Την ποντιακή τη γλώσσα καταλαβαίνουν, την ποντιακή τη
γλώσσα μιλούν, αυτή είναι η μητρική τους γλώσσα.«
Το αυθεντικό κείμενο είναι το εξής:
«Για
το ρομεικον το γλοςικον το ζιτιμαν ατορα καλατζεβνε τα πλατεα ςτροματα
τεργαζομενιον. Σο κεντρον τι προςοχιςεμυν ςτεκ το ζιτιμαν – πος να
εφταμε κε ι γλοςα ντο θα καματιζομε να βοιθα μας, πραματικα να εν γλοςα
τι μαζαςεμυν. Να καταλαβενεμας ολ κε οχι μονον να καταλαβενεμας αλα να
καλατζεβνε κεκιν, να επορυν να περνε ενεργον μερος ςιν δυλιανεμυν – ςο
χτιςιμον τι ςοςιαλιζμυ… Αικον γλοςα για τεμετερα τα ρομεικα μαζας
πεκςεβαν αςον Ποντον εν το ποντεικον ι γλοςα. Το ποντεικον τιν γλοςαν
καταλαβενε, το ποντεικον τιν γλοςαν καλατζεβνε, ατο εν το μητρικον ι
γλοςατυν[38]
Στην ιδεολογική αυτή πλατφόρμα της αριστερής τάσης διατυπώθηκε η θέση
ότι η υποταγή των Ελλήνων της ΕΣΣΔ στη δημοτική γλώσσα συνιστούσε
«πολιτικο-μορφωτική σκλαβιά» που ερχόταν σε αντίθεση με τις κατακτήσεις
του σοβιετικού συστήματος που «απελευθέρωσε όλα τα έθνη» από κάθε μορφής
σκλαβιά. Με αγανάκτηση τονιζόταν πως η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν
οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης τα τελευταία χρόνια είναι ανυπόφορη,
εξαιτίας του γλωσσικού συντηρητισμού που επικρατούσε:
«… ι καταςταςι ςο οπιον εβριυμες ος τα τελεφτεα χρονια κε ςο καπιον βαθμον κε ος οςιμερον, αλο να ιποφερκετε κεν.«[39]
Διακηρύχθηκε
ότι η γλώσσα είναι μέσον, όπλο που πρέπει να βοηθά στην υλοποίηση των
στόχων, που δεν είναι άλλοι από το να χτίσουν και οι Έλληνες μαζί με
τους γείτονές τους το σοσιαλισμό. Και για το χτίσιμο αυτό πρέπει να
στηριχθούν στη δική τους γλώσσα που δεν είναι άλλη από την ποντιακή, η
οποία διαφέρει πολύ από τη δημοτική:
“Η
γλώσσα δεν μπορεί να είναι σκοπό μας, αλλά μέσο, όπλο που να μας βοηθά
στον σκοπό μας. Η ποντιακή η γλώσσα είναι η γλώσσα των δουλεφτάδων της
ΕΣΣΔ. Διαφέρει πολύ από τη δημοτική. Και αν θέλουμε να χτιζουμε και
μεις, και πρέπει να θέλουμε με τους γείτονές μας, το σοσιαλισμό, στη
δικιά μας τη γλώσσα πρέπει να στηριχτούμε.”
Το δημοσιευμένο κείμενο στην ποντιακή και στο 20γράμματο αλφάβητο είναι:
«Ι
γλοςα κεπορι να εν ςκοποςεμυν, αλα μεςον, οπλον πυ να βοιθαμας ςον
ςκοπονεμυν. Το ποντεικον ι γλοςα εν ι γλοςα τι δυλεφταδιον τι ΣΣΣΔ.
Διαφερ πολα αςιν δημοτικιν. Κιαν θελομε να χτιζομε κεμις πα κε πρεπ να
χτιζομε με τι γειτοναδεςεμυν το ςοςιαλιζμον ςεμετερον τιν γλοςαν πρεπ να
ςτιριχκυμες.»[40]
Οι
εκτιμήσεις της ομάδας του «Κομμουνιστή» ήταν ότι με το πέρασμα του
χρόνου λιγόστευαν εκείνοι που δεν αναγνώριζαν ότι η ποντιακή γλώσσα ήταν
μητρική γλώσσα για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης. Θεωρούσε ότι δεν
θα έπρεπε να καθυστερήσει άλλο το πέρασμα της πολιτικής και της
δουλειάς στην ποντιακή. Το ίδιο υποστήριζε ότι έπρεπε να γίνει και στην
εκπαίδευση:
«Ιμες
βεβει πος ςα ςυμα ατο το ζιτιμαν θα λιετε κε για τα ςχολια. Το ποντεικον
το μητρικον ι γλοςα τι πεδιον θα εμπεν κε ςα ςχολια.»[41]
Δηλαδή:
Είμαστε
βέβαιοι πως σύντομα αυτό το ζήτημα θα λυθεί και για τα σχολεία. Η
ποντιακή μητρική γλώσσα των παιδιών θα μπαίνει και στα σχολεία.«
Η ομάδα του
«Κομμουνιστή» έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα για την ορθότητα της άποψής
της, προωθούσε μια νέα γλωσσική μεταρρύθμιση, η οποία θα αναγνώριζε την
ποντιακή ως την αδιαμφισβήτητη ελληνική γλώσσα. Οι ποντιιστές,
χρησιμοποιώντας το περιθώριο που άφηνε η Σύσκεψη του 1926 για έκδοση
βιβλίων στις τοπικές διαλέκτους προσπάθησαν να αναπτύξουν μια φιλολογία
βασισμένη στη χρήση της ποντιακής και της μαριουπολίτικης διαλέκτου.
Άρχισαν να βγαίνουν βιβλία στην ποντιακή και στα μαριουπολίτικα.
Σημαντικοί λογοτέχνες πειραματίζονταν με την ποντιακή καταφέρνοντας
σημαντικά αποτελέσματα. Ο Γιάγκος Κανονίδης, αδελφός του Κώστα Τοπχαρά
(Κανονίδη), ο οποίος από παλιά ανήκε στο κομμουνιστικό κόμμα και ήταν
γνωστός με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα «Δάμων Εριστέας», «Γιάννης
Ανατολίτης» και «Μασχαράνον», μετάφρασε Ρώσους συγγραφείς στην ποντιακή.[42] Από
τις σημαντικότερες απόπειρες χρησιμοποίησης της ποντιακής ήταν η
μεταγραφή των έργων του Ομήρου στη γλώσσα αυτή. Ο Γιάγκος Φωτιάδης,
αδελφός του Γιώργου, μετέγραψε στην ποντιακή με φωνητική γραφή τη Λυσιστράτη (Λιςιςτράτι) του Αριστοφάνη (Αριςτοφάνι) και ένα μέρος της Ιλιάδας. Οι πρώτοι στίχοι, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκαν στην ποντιακή και στο 20γράμματο αλφάβητο, ήταν:
Τραγοδ’ θεα, τον φοβερον θιμον τυ Αχιλέα
ςι Αχείον το κιφάλ πολά κακά, πυ ένκεν,
παλικαρίον π’ έςτιλεν ςον Αδιν πολλα πςία
κε με τα λέςςια χόρταςεν όρνεα κε θερία,
γιατι λογοπιάςτανε Ατρίδις κι’ Αχιλέας.
Τρανος ο ίνας ίροας κι’ ο άλος-βαςιλέας.[43]
Η σημασία των έργων του Ομήρου σχολιάστηκε στα «Προλεγόμενα» της έκδοσης με τον τίτλο «Ντο ςιμαςίαν έχνε τα πιίματα τυ Ομίρυ» (Τι σημασία έχουν τα ποιήματα του Ομήρου):
“Τρεις
σχεδόν χιλιάδες χρόνια πέρασαν, απ’ όταν πρωτοφάνηκαν τα ποιήματα του
Ομήρου. Σ’ αυτό το μεταξύ διάστημα, βγήκαν και άλλοι μεγάλοι ποιητές στα
διάφορα μέρη του κόσμου που έλαμψαν, άλλοι λίγο και άλλοι περισσότερο
καιρό. Οι περισσότεροι όμως τελείως ξεχάστηκαν και μερικοί ακόμα μένουν
λίγο στη μνήμη. Του Ομήρου όμως τα ποιήματα θαρρείς γράφτηκαν σήμερα. Η
ομορφιά και η αξία τους δεν λιγοστεύουν και δε βρίσκετε στον κόσμο
άνθρωπος, λίγο-πολύ πολιτισμένος, με αίσθημα και με ιδέα του όμορφου και
του καλού, που να μη μελετά, να μη θαυμάζει, να μην εκτιμά τα ποιήματα
του Ομήρου. Ποιητές, συγγραφείς, φιλόσοφοι, επιστήμονες, οικονομολόγοι,
κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, βρίσκουν σ’ αυτά υλικό πολύτιμο για την τέχνη
και την επιστήμη”.
Η αυθεντική μορφή του κειμένου είναι η εξής:
«Τρία
ςχεδον χιλιάδες χρόνια επέραςαν, αςυ επροτοφάνθαν τα πιίματα τυ Ομίρυ.
Σ’ αφτο το αναμετακςι εκςέβαν κε αλ μεγάλι πιιτέ ςα διαφορα μέρι τυ
κόςμυ, έλαμπςαν αλ ολίγον, αλ περιςότερον κερον, ι περιςότερι όλος διόλυ
ενεσπάλθαν κε μερικι αναςτορέφκονταν ακόμας όπος όπος. Τυ Ομίρυ όμος τα
πιίματα εθαρις οςίμερον εγράφαν. Ι εμορφάδα κε ι ακςίατυν κι’ ολιγοςτεβ
κε κ’ εβρίετε ςον κόζμον άνθροπος, ολίγον, πολα πολιτιζμένος, με
έςθιμαν κε με ιδέαν τυ όμορφυ κε τυ καλυ, πυ να μι μελετα, να μι θαβμαζ,
να μι εκτιμα τα πιίματα τυ Ομίρυ. Πιιτες, ςινγραφις, φιλόςοφι,
επιςτίμονες, ικονομολόγι, κινονιολόγι, ιςτορικι, ο καθένας εβρίκ’ ς’
αφτά ιλικον πολίτιμον για τιν τέχνιν κε τιν επιστίμιν.»
Οι νέοι
συγγραφείς προσπαθούσαν να γράψουν στις διαλέκτους από λογοτεχνία μέχρι
αγροτική οικονομία. Το 1933 ο Σπύρος Αγέλαστος γράφει:
«Βεβεα,
ακομαν κεπορυμε να κυρφεφκυμες για μεγαλα ποςοτικα κε πιοτικα
επιτιχιας… Αν ομος εμπροςτα ονταν ομιλναμε κε εςιζιταναμε για
προλεταρικον φιλολογιαν ςι μαναςεμυν τιν γλοςαν εκοροιδεβανεμας καπιι
καλοθελιταδες κε ελεγανεμας «πυ εν ατο ι φιλολογιαςυν;» οςιμερον εναν
αικον κοροιδιαν κεπορυν να εφταγνε. Οςιμερον αναβα τα καλιτεχνικα
μεταφραςια τι Φοτιαδι («Απςιματεν Χαλαρδια», «Εβδομαδα», «Τςεμεντ»,
«Παγυροτςακομαν») εβγεςαν τρια φιλολογικας ςιλογας, διο πιιτικα ςιλογας,
εναν δραμαν, εβγεν αδα ςα ιμερες ςιλογιν διιγιματιον τι ς. Κοκινυ κε
οςιμερον δοκχετε ςο τιπογραφιον το διιγιμαν τι ς. Αγελαςτυ “Στροφι.»
Δηλαδή:
«Bέβαια,
ακόμα δεν μπορούμε να περηφανευόμαστε για μεγάλες ποιοτικές και
ποσοτικές επιτυχίες… Αν όμως πριν, όταν μιλούσαμε και συζητούσαμε για
προλεταριακή φιλολογία στης μάνας μας τη γλώσσα, μας κορόιδευαν καποιοι
καλοθελητες και μας έλεγαν ‘που είναι αυτή η φιλολογία σας;’ σήμερα μια
τέτοια κοροϊδία δεν μπορούν να κάνουν. Σήμερα υπάρχουν οι καλλιτεχνικές
μεταφράσεις του Φωτιάδη… βγήκαν τρεις φιλολογικές συλλογές, δύο
ποιητικές συλλογές, ένα δράμα, βγαίνει αυτές τις ημέρες συλλογή
διηγημάτων του σ. Κόκκινου και σήμερα δίνεται στο τυπογραφείο το διήγημα
του σ. Αγέλαστου Στροφή.»[44]
Oι επιτυχίες
των ποντιακών εκδόσεων oδηγούν στη συνεχή αύξηση του αριθμού τους.
Έτσι, ενώ όλη την περίοδο 1928-1937, οι ποντιακές εκδόσεις
αντιπροσωπεύουν το 39% της συνολικής παραγωγής (από τα 341 βιβλία τα 133
είναι γραμμένα στην ποντιακή), την περίοδο 1930-1933, που ταυτίζεται με
τη μεγάλη προσπάθεια για επισημοποίηση της ποντιακής, οι εκδόσεις στα
ποντιακά καλύπτουν το 61,45% (126 από τα 205).[45]
Το ίδιο
φαινόμενο παρουσιάζεται, σε μικρότερη κλίμακα, στις εκδόσεις
«Κολεχτιβιστής» του Δονμπάς. Εκδόθηκαν βιβλία στο σαρτανιώτικο ιδίωμα
της μαριουπολίτικης διαλέκτου. Οι ποντιιστικές απόψεις, με πρόταξη
βέβαια της μαριουπολίτικης διαλέκτου, άρχισαν να απλώνονται και στη
Μαριούπολη. Ανακοινώθηκε ότι η εφημερίδα Kολεχτιβιστής θα
γράφεται πλέον στα μαριουπολίτικα και ότι θα δοθεί μεγάλο βάρος στην
ανάπτυξη της διαλέκτου, παρ΄ όλες τις αμφισβητήσεις και τις προσπάθειες
γελοιοποίησης. Η τοποθέτηση αυτή επενδύθηκε με αντικαπιταλιστικά και
αντικουλακικά επιχειρήματα, υπονοώντας όμως και μια ταύτιση των κουλάκων
με τους δημοτικιστές. Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών άρχισε η
εμφάνιση μιας μαριουπολίτικης φιλολογίας. Το πρώτο λογοτεχνικό έργο που
γράφτηκε στη διάλεκτο και παρουσιάστηκε από τις σελίδες του Κολεχτιβιστή στις 27 Οκτωβρίου του 1931, ήταν το θεατρικό έργο του Γ. Κοστοπράφ με τίτλο Έμπρου, Έμπρου (Έμπρυ-Έμπρυ) σε τέσσερις πράξεις.[46] Στους
κόλπους όμως των Μαριουπολιτών διανοουμένων υπάρχει πολύ ισχυρή η τάση
της πλήρους «ελληνοποίησης» της γλώσσας, που τους οδηγεί στο
δημοτικισμό.
Οι
διαφορετικές τάσεις συγκρούονταν με μεγάλη ένταση χρησιμοποιώντας κυρίως
τις σύμμαχες εφημερίδες. Πολλές φορές διατυπώνονταν σκληρές πολιτικές
κατηγορίες και ύβρεις εναντίον των αντιπάλων. Οι απόψεις των οπαδών της
ποντιακής, που αποτελούσαν και την πολυάριθμη ομάδα, χαρακτηρίζονταν ως
«αριστερή παρέκκλιση στο γλωσσικό ζήτημα.» Την εποχή αυτή η κατηγορία
«αριστερή παρέκκλιση» σήμαινε «τροτσκισμό» και ήταν κατηγορία που
επέσυρε θανατική καταδίκη. Οι ποντιιστές, στη σύγκρουσή τους με τους
δημοτικιστές, έφτασαν να υπερασπίζουν τις καθαρευουσιάνικες λέξεις που
βρίσκονταν εν χρήσει και τις οποίες προσπαθούσαν οι δημοτικιστές να
εξαλείψουν ή να εκδημοτικήσουν. Καλούσαν σε αγώνα κατά της
«δημοτικοπάθεια», εννοώντας με τον όρο αυτό τη «μανία μερικών οπαδών της ‘ατόφιας’ δημοτικής να καταργούνε όρους προ πολλού καθιερωμένους.»[47] Παράλληλα
υποστηριζόταν η εισαγωγή δανείων για να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες
ανάγκες. Κατήγγειλαν την προσπάθεια εξελληνισμού των λέξεων και των
επαναστατικών όρων.[48] Οι ποντιιστές υποστήριζαν ότι τρεις ήταν οι μεγαλύτερες μάστιγες για την ελληνική γλώσσα: η δημοτικοπάθεια, η καθαρευουσιανοφοβία, η μανία εξελληνισμού των επαναστατικών και των διεθνών λέξεων, και η περιφρόνηση του γλωσσικού πλούτου των διαλέκτων.[49]
Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση για το γλωσσικό ζήτημα, η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς υποστήριζε
η γλώσσα πρέπει να πλουτίζεται με λέξεις παρμένες απ’ τις άλλες
γλώσσες, να επιδιώκεται η εισαγωγή νέων λέξεων τότε, όταν αυτοί οι όροι
δεν έχουν τις αντίστοιχες ονομασίες στην ελληνική, να εισάγονται οι
λέξεις στην περίπτωση που οι ελληνικοί όροι διαστρεβλώνουν τη σημασία
των λέξεων (Ντεπρέσια, κουλάκος), να φυλαχθούν μερικοί όροι απ’ την
καθαρεύουσα (λ.χ. ιπποδρόμιο, ερυθρός, λευκόχρυσος κ.τλ.), να
αντικατασταθούν από την τεχνική κι επιστημονική ορολογία οι σχολαστικοί
όροι με τις διεθνείς λέξεις. Η εφημερίδα, εκφράζοντας τις ‘κεντρώες’
απόψεις, κρατά τις αποστάσεις από Μαριουπολίτες διανοούμενους, οι
οποίοι προωθούσαν την «Έλληνιζάτσια»,
δηλαδή την ελληνοποίηση, και κατέκριναν την εισαγωγή λέξεων απ’ τις
άλλες γλώσσες Επιπλέον κατήγγειλε έντονα την πολιτική αυτή κατηγορώντας
της ότι επιθυμούσε την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών από τους
υπόλοιπους σοβιετικούς πολίτες και κατά συνέπεια «εχτελεί την παραγγελία
της ελληνικής αστικής τάξης.»[50] Χτυπώντας ο Κόκκινος Καπνάς τη δεξιά άποψη, νοιώθει την ανάγκη να καταγγείλει και τις «αριστερές» απόψεις της ομάδας του «Κομμουνιστή»: «Αλλά
χτυπώντας την εθνικιστική γραμμή στο ζήτημα της ορολογίας, πρέπει να
χτυπηθούν οι απόπειρες μερικών συντρόφων να εισάγουν απρόσεχτα
οποιεσδήποτε λέξεις, η εισαγωγή και ο χειρισμός των οποίων είναι
βλαβερό, διότι συντελεί στην άνθηση του μεγαλορωσικού σωβινισμού.«[51]
Στα πλαίσια
της παραπάνω διαφωνίας εμφανίζονται καταγγελίες για χρήση μη
επαναστατικών λέξεων. Έτσι ο υπεύθυνος του Παιδαγωγικού Ινστιντούτο
Μαριούπολης κατηγορείται από την εφημερίδα Πιονέρος γιατί
αντικατέστησε λέξεις γεννημένες από την επανάσταση με άλλες δίχως
επαναστατικό περιεχόμενο, όπως το «κουλάκος» με το «πλούσιος», το
«σοβιέτ» με το «συμβούλιο» κ.λπ. Κατηγορήθηκε ταυτόχρονα ότι
προμηθεύτηκε «μπουρζουάδικα βιβλία» από την Ελλάδα, ενώ ξέχασε να
παραγγείλει «επαναστατική λιτερατούρα.»[52] Η
σύγκρουση και ο φανατισμός έφτασαν σε τέτοια επίπεδα ώστε ο εκδοτικός
οίκος «Κομμουνιστής» ανήγγειλε στην ποντιακή την έκδοση σχολικών
βιβλίων, τα οποία όμως ήταν γραμμένα στη δημοτική.
Το γλωσσικό
ζήτημα βρέθηκε στο κέντρο της ιδεολογικής και πολιτικής δράσης των
Ελλήνων για πολλά χρόνια. Γίνονταν συσκέψεις στις οποίες συμμετέχουν
Έλληνες μέλη του κόμματος, της κομμουνιστικής νεολαίας, εκπαιδευτικοί
καθώς και εργάτες παραγωγής. Στις ελληνικές εφημερίδες της Σοβιετικής
Ένωσης συναντούμε αγγελίες όπως η παρακάτω:
«Σίμερα
17 τυ Ιύνι 6 ι όρα το βράδι ςτο 8 ΦΕΣ (2ο ελινικο ςκολιο) προςκαλύντε
ςε ςίςκεπςι ι ρομιι κομυνιςτες, κομςομολι, δάςκαλι κε εργάτες τις
παραγογις για το γλοςικο ζίτιμα. Επιδι το ζίτιμα ίνε ςοβαρο ι παρυςία
όλον ίνε ιποχρεοτικι κε δίχος άργιζμα.» [53]
Το 1931
συνήλθε στην Κριμαία Συνδιάσκεψη Ελλήνων Δασκάλων για να συζητήσει το
γλωσσικό. Στην απόφαση της συνδιάσκεψης, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κολεχτιβιστής διακηρύχθηκε
ότι οι αντιπρόσωποι των παρευρεθέντων σχολείων θεωρούν ότι επίσημη
γλώσσα πρέπει να μείνει η δημοτική, βασισμένη όμως στη μελέτη της
ποντιακής. Ζητούσε να αποκαλυφτούν και να εξοντωθούν οριστικά οι
καθαρευουσιάνοι. Καλούσε σε αγώνα, τόσο κατά της ‘δεξιάς παρέκκλισης’
γιατί αγνοούσε την πραγματικότητα, ότι δηλαδή οι Έλληνες είναι
ποντιόφωνοι όσο και κατά της ‘αριστερής παρέκκλισης’ γιατί διακηρύσσει
την επισημότητα της ποντιακής. Υποστήριζε την χρήση των διαλέκτων, αλλά
με προϋπόθεση τη συστηματική τους αντικατάσταση από τη δημοτική. Η
απόφαση αυτή των δασκάλων στην Κριμαία εξόργισε την αριστερή τάση. Όσοι
συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη χαρακτηρίστηκαν «τσιρτσιπλάχιδες», δηλαδή
«τελείως γυμνοί» και καταγγέλθηκαν ως «εχθροί» και «εθνικιστές.»
Οι
συζητήσεις για το γλωσσικό ζήτημα απασχόλησαν και Ρώσους γλωσσολόγους
και ελληνιστές όπως o M. V. Sergievskij, o I. I. Sokolov, o A. Semenov.
Μαζί τους ήταν και Έλληνες όλων των τάσεων, όπως ο Παντιάδης, καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο του Χάρκοβο, ο Παρασκευόπουλος από τη Μόσχα, Ο Κ.
Τοπχαράς και ο Γιάλης από τη Μαριούπολη.[54] Oι
επιστήμονες αυτοί περιοδεύουν στα μέρη που κατοικούν Έλληνες, την
Οδησσό, Σεβαστούπολη, Κερτς, Ροστόβ επί του Ντον, Μαριούπολη, την
Ελληνική Περιοχή του Κριμσκ,[55] Νοβοροσίσκ, Σοχούμι και Βατούμι για να μελετήσουν επί τόπου το ζήτημα.[56]
Σημαντική
επίδραση στις συζητήσεις που έγιναν είχαν οι θέσεις του Ρώσου
γλωσσολόγου Μαρρ. Η ΠΚΕΝΑ, στα πλαίσια της οποίας οργανώθηκαν οι
αποστολές που αναφέρθηκαν, δεν υιοθέτησε τελικά τις θέσεις του
«Κομμουνιστή.» Η οριστική καταστάλαξη της ΠΚΕΝΑ, που προδίκαζε την
τελική έκβαση του γλωσσικού ζητήματος, αποτυπώθηκε στη στάση κορυφαίων
στελεχών των ποντιιστών. Ο Κώστας Τοπχαράς δημοσίευσε τις απόψεις του
στα ρωσικά σε ένα μικρό βιβλιαράκι, το οποίο κυκλοφόρησε το 1933 σε 200
μόνο αντίτυπα. Σύμφωνα με τον Α. Καρπόζηλο, ο Τοπχαράς παρουσιάζεται
πλέον λιγότερο απόλυτος ως προς το θέμα της επικράτησης της ποντιακής,
παρ’ όλο που δεν εγκαταλείπει τις ποντιιστικές του απόψεις του.[57]
Η τελική
απόφαση του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΠΚΕΝΑ ανακοινώθηκε στις 21
Απριλίου του 1934 στη Μόσχα, όπου λάμβανε χώρα η 1η Πανενωσιακή Ελληνική
Σύσκεψη, απ’ όλες τις περιοχές της ΕΣΣΔ. Η απόφαση ανακήρυσσε τη
δημοτική ως την επίσημη φιλολογική γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής
Ένωσης και επέβαλε την αποκλειστική χρήση της στα σχολεία. Επέτρεπε όμως
την επικουρική χρήση των τοπικών ελληνικών διαλέκτων, κυρίως στις
κατώτερες τάξεις, ώστε να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες που πιθανόν θα
προέκυπταν από τη μη γνώση της δημοτικής. Η δημοτική γλώσσα θα ενέτασσε
στο σύστημά της λέξεις που βρίσκονταν εν χρήσει στην Ελλάδα αλλά και
στις άλλες εθνότητες της ΕΣΣΔ, λέξεις από τις ελληνικές διαλέκτους της
Σοβιετικής Ένωσης καθώς και λέξεις που είχαν καθιερωθεί διεθνώς (τις
αποκαλεί: σοβιετισμούς και διεθνισμούς). Η ανάπτυξη των διαλέκτων, της
ποντιακής και της μαριουπολίτικης, θα ακολουθούσε το δρόμο της σύγκλισης
με τη δημοτική. Όσον αφορά τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, η απόφαση
ζητούσε την ανασυγκρότησή τους για να προσαρμοστεί η εκδοτική τους
παραγωγή στο νέο πλαίσιο.[58]
Αποφασίστηκε
επίσης να ζητηθεί η δημιουργία Ελληνικού Τμήματος στο Παιδαγωγικό
Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το οποίο θα αναλάμβανε την επιστημονική μελέτη
της ελληνικής γλώσσας και θα παρήγαγε τα απαιτούμενα στελέχη. Σε άλλα
σημεία της απόφασης αναφερόταν ως θέμα προτεραιότητας η ενίσχυση των
τυπογραφείων στο Ροστόβ, στο Σοχούμι, στη Μαριούπολη και στην Κρίμσκαγια
και της δημιουργίας νέου στο Κερτς. Επίσης προτεινόταν να ξεκινήσει
ειδική μελέτη για τη γλώσσα των Ελλήνων της Τσάλκας από το Παράρτημα
Αντικαυκάσου της ΠΚΕΝΑ. Η απόφαση τελείωνε με την πρόταση καθορισμού
«ελινικις ςιςκεπςις» την περίδοδο της προετοιμασίας των σχολικών
εγχειριδίων για τα επί μερους ζητήματα ορθογραφίας, ορολογίας και
μορφολογίας.[59]
Μετά τη νίκη των δημοτικιστών και την ήττα των ποντιιστών
.
Η περίοδος
που ακολούθησε την απόφαση της Μόσχας χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία
των οπαδών της καθαρής δημοτικής. Οι δημοτικιστές δεν έκρυψαν τη χαρά
τους για την απόφαση του Πανενωσιακής Σύσκεψης. Πρόβαλαν τον τελεσίδικο
χαρακτήρα της απόφασης και επισήμαιναν ότι η επιλογή της ορθής θέσης θα
αποτελούσε μια νέα προϋπόθεση για την ανάπτυξη του πολιτισμού, εθνικού
στη μορφή και σοσιαλιστικού στο περιεχόμενο.[60] Την απόφαση χαιρέτισαν και οι οπαδοί της δημοτικής στην Ελλάδα. Ο Δημήτρης Γληνός ενημέρωνε τους αναγνώστες του περιοδικού Νέος Κόσμος για
την απόφαση. Τόνιζε τη σημασία που είχε η ανακήρυξη της κοινής
δημοτικής σε εθνική γλώσσα των Ελλήνων. Σημείωνε όμως ότι οι εφημερίδες
και τα φυλλάδια που προορίζονταν για τους εργάτες θα μπορούσαν να
γράφονται στη διάλεχτο της κάθε περιφέρειας.[61]
Οι υποστηρικτές της εισαγωγής της ποντιακής στην εκπαίδευση υπέστησαν ισχυρό σοκ. Μέσω των σελίδων του Κομμουνιστή αμφισβήτησαν
τη νομιμότητα της απόφαση της Μόσχας, υποστηρίζοντας ότι καμιά από τις
ελληνικές οργανώσεις δεν είχε παρόμοια άποψη.[62] Ο Κομμουνιστής αναγκάστηκε να αποδεχτεί την τελική γραμμή:
«Ι
αποφαςι λει πος πρεπι να βαςταμε γραμι για ενιεα φιλολογικι γλοςα, κε να
εκςακολυθιςυμε να διεκςαγυμε δυλια με τις μαζες, να βγαλυμε μαζικι κε
καλιτεχνικι φιλολογια ςτι μιτρικι-τυς γλοςα, πλιςιαζοντας-τιν λιγο-λιγο
ςτιν ενιεα γλοςα. Αφτι ι αποφαςι διεφκολινι πολι τι δυλια κε βγαζι απτι
μεςι τις διαφορες διχονιες κε παραλιλιζμυς πυ γινοταν ος τορα».[63]
Η ισχυρή
αντιδημοτικιστική ομάδα του εκδοτικού οίκου «Κομμουνιστής» αναγκάστηκε
να προσαρμόσει την παραγωγή της στην απόφαση και να πάρει αποστάσεις από
διάφορες προσωπικότητες του αντιδημοτικιστικού χώρου όπως, για
παράδειγμα τον Κώστα Τοπχαρα. Οι εκδόσεις γίνονταν πια στη δημοτική.
Ακόμα και στην αναγγελία των νέων εκδόσεων, που παλιότερα γινόταν στην
ποντιακή, τώρα χρησιμοποιούσαν τη δημοτική[64]. Στην περιοχή όμως του Κρασνοντάρ, όπου εκδιδόταν ο Κομμουνιστής και υπήρξε έδρα των ποντιιστών, έκαναν
την εμφάνισή τους οι πιο ακραίες δημοτικιστικές θέσεις, οι οποίες
υποτιμούσαν τελείως τον τοπικό ελληνικό πολιτισμό και έφτασαν μέχρι του
σημείου να προτείνουν να απαγορευτεί στους γονείς να μιλούν τα παιδιά
τους την ποντιακή[65].
Πιθανότατα αυτό συνέβη, γιατί η κυριαρχία των ποντιιστών για μια
δεκαετία περίπου, είχε οδηγήσει στην κοινωνική περιθωριοποίηση και στην
ιδεολογική καταπίεση των δημοτικιστών.
Τα αποτελέσματα της απόφασης ήταν άμεσα. Από το Σεπτέμβριο του 1934 περιορίστηκε αισθητά η αρθρογραφία της εφημερίδας Κομμουνιστής στην
ποντιακή. Από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η ύλη πέρασε, σχεδόν
ολοκληρωτικά, στη δημοτική. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και οι
εκδόσεις. Ενώ μέχρι το 1933, ο αριθμός των ποντιακών βιβλίων ήταν ο
μεγαλύτερος στην δραστηριότητα των εκδόσεων «Κομμουνιστής»,στη συνέχεια
παρατηρήθηκε μια απότομη κάμψη. Από το 1935 δεν εκδόθηκε κανένα τέτοιο
βιβλίο. Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το οριστικό κλείσιμο της
εφημερίδας χαρακτηρίζονταν από την πλήρη απουσία των ντόπιων συγγραφέων,
έργα των οποίων δεν εκδίδονταν ούτε στην ποντιακή αλλά ούτε και στη
δημοτική. Παρατηρήθηκε στροφή σε έργα Ελλαδιτών λογοτεχνών, όπως των
Βάρναλη, Θεοτόκη και Ξενόπουλου και σε μεταφράσεις έργων κλασικών Ρώσων
συγγραφέων, όπως του Τολστόι, του Τσέχοφ και του Γκόγκολ. Ο Α.
Καρπόζηλος σημειώνει ότι από το 1935 αλλάζουν ριζικά οι στόχοι του
εκδοτικού. Θεωρεί ότι επιχειρείται ποιοτική αναβάθμιση των έργων που
εξέδιδε και μεγαλύτερη προσέγγιση του ελληνισμού της Σοβιετικής Ένωσης
με την αριστερή διανόηση της Ελλάδας.[66]
Ως
αποτέλεσμα της απόφασης άρχισαν να εμφανίζονται φωνές αυτοκριτικής για
τις υπερβολές που προηγήθηκαν και να διεκδικούν ακόμα και την αναίρεση
των αποφάσεων του ’26. Ο Σπέλτας σε ένα κείμενό του, στο οποίο έκανε
οξεία κριτική, υποστήριζε ότι έγιναν «εξτρεμιστικές υπερβολές» από τους
μεταρρυθμιστές, γιατί ακολούθησαν πιστά τον Ψυχάρη και το μαθητή του
Φιλήντα[67]. Ένας από τους ακραίους υποστηρικτές της δημοτικής γλώσσας ήταν ο Δ. Λιάσκοβας, ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στη
Μόσχα. Σε άρθρο του υποστήριξε ότι η απόφαση του Απριλίου του 1934 ήταν
οριστική και ότι το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε. Η ερμηνεία που έδινε στην
απόφαση αυτή ήταν κατ’ αρχάς πολιτική. Έβλεπε τις δυνατότητες που
ανοίγονταν στους εργαζόμενους Έλληνες του εξωτερικού (δηλαδή αυτών που
κατοικούσαν εκτός της Σοβιετικής Ένωσης) να γνωρίσουν την πραγματική
σοβιετική χώρα μέσα από μια γλώσσα και μια γραφή που δεν θα τους
απωθούσε. Ονόμαζε τη γλώσσα που αποφασίστηκε να ισχύσει, δηλαδή τη
δημοτική με φωνητική γραφή, «σοβιετοελληνική»[68].
Ο Κώστας Τοπχαράς πήρε μέρος στο διάλογο μέσα από τις στήλες του Κόκκινου Καπνά για
να καταγγείλει τον ψυχαρισμό και τους νεοψυχαρικούς, τους οποίους
θεωρούσε ότι είχαν κυριαρχήσει στα ελληνικά γλωσσικά θέματα. Τους
κατηγορούσε ότι παραγνώριζαν την επίδραση των ξένων γλωσσών και της
καθαρεύουσας στη λαϊκή γλώσσα. Τους κατηγορούσε επίσης ότι ήταν η άλλη
όψη του καθαρευουσιανισμού. Ως επιχείρημα έφερνε τον εξοβελισμό της
λέξης «υπέρ» και την αντικατάστασή της με το «για». Υποστήριξε ότι ο
Ψυχάρης με τη λατρεία του συντακτικού προωθούσε το διαχωρισμό των
εθνοτήτων σε αντίθεση με τη σοβιετική πολιτική που ήθελε τη σύγκλιση των
εθνών σε όλα τα επίπεδα. Κατηγόρησε ευθέως την άποψη αυτή ως πολιτική
των αστών. Η επιχειρηματολογία του Τοπχαρά είχε ως κεντρικό σημείο τη
θέση ότι δεν υπάρχουν φυσικές γλώσσες στο κόσμο και ότι η επανάσταση
διαμόρφωσε μια επαναστατική γλώσσα[69].
Ο Τοπχαράς έκφρασε με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο τη θέση του Στάλιν,
που υποστήριζε ότι μετά τη νίκη του σοσιαλισμού οι εθνικές γλώσσες θα
έχουν τη δυνατότητα να πλουτιστούν αμοιβαία με κάθε ελευθερία, με τάση
συγχώνευσής τους σε μια μοναδική κοινή νέα διεθνή γλώσσα.[70]
Η
επανεμφάνιση του Τοπχαρά εξόργισε τους αντιπάλους του. Με ένα ιδιαιτέρως
σαρκαστικό άρθρο ο Δ. Λιάσκοβας κατάγγειλε όλη την προηγούμενη πολιτική
της ομάδας του «Κομμουνιστή» με κύριο επιχείρημα ότι οι εξτρεμισμοί στο
γλωσσικό ζήτημα οδηγούσαν στη δημιουργία χάσματος μεταξύ των Ελλήνων
του εσωτερικού, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, με αυτούς του εξωτερικού.
Κατηγορούσε τον Τοπχαρά ότι δεν έβλεπε το ελληνικό προλεταριάτο ως
ενιαίο και προσπαθούσε να το διασπάσει με την εισαγωγή ως ελληνικής
γλώσσας μιας διαλέκτου, την οποία δεν καταλάβαιναν οι Έλληνες του
εξωτερικού[71].
Ο Λιάσκοβας
συνέχισε τις επιθέσεις του στην πολιτική που είχε ακολουθηθεί πριν από
το 1934. Έθεσε σε αμφισβήτηση με νέο άρθρο του τους μορφολογικούς
κανόνες που επιλέχτηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταρρύθμισης του
1926. Αναρωτιόταν για την αναγκαιότητα ριζικής αλλαγής της αλφαβήτου και
εισηγούνταν ως πρώτο βήμα «επαναφοράς της λογικής» την αντικατάσταση
του «υ» με το βυζαντινό μονόγραμμα που παριστούσε το «ου», ώστε να
υπάρχει διάκριση από το ύψιλον που χρησιμοποιούσαν οι εκτός της
Σοβιετικής ~Ενωσης Έλληνες. Σύμφωνα με τον Λιάσκοβα, αποκορύφωμα της
εξτρεμιστικής υπερβολής ήταν η αποδοχή του τονικού συστήματος του
Ελισαίου Γιαννίδη και της υιοθέτησης της συνδετικής με τις κτητικές
αντωνυμίες γραμμής. Ως επιχείρημα για την απόρριψη της «ηλίθιας
γραμμούλας», όπως την αποκαλούσε, χρησιμοποίησε τη σταχανοβική θέση περί
παραγωγικότητας υποστηρίζοντας ότι υποχρέωνε τους στοιχειοθέτες να
κάνουν άχρηστη εργασία[72].
Ο Κώστας Τοπχαράς, ο οποίος υπήρξε ο ιδεολόγος της ομάδας των οπαδών
της ποντιακής, συνέχισε να δέχεται ισχυρή κριτική από πολλές πλευρές. Ο
Δ. Καζαντσής σε άρθρο του κατακεραύνωνε τον Τοπχαρά για τις πρωτοβουλίες
του να καθιερώσει νέους όρους στην ελληνική γλώσσα όπως «άτριφτοι και
τριβάμενοι φθόγγοι» (δηλαδή σύμφωνα και φωνήεντα). Υποστήριζε ότι εάν
αυτό το επιχειρούσε κάποιος Ρώσος στη ρωσική γλώσσα θα τον είχαν διώξει[73].
Η νέα
κατάσταση, και ειδικά οι έντονες τοποθετήσεις του Λιάσκοβα, έφεραν τον
προβληματισμό και τον αντίλογο. Ο Θ. Πιπερίδης διαφώνησε με τις απόψεις
αυτές και υποστήριξε το τονικό σύστημα και τη συνδετική γραμμή.
Συμφώνησε όμως με την αναγκαιότητα εισαγωγής του βυζαντινού
μονογράμματος που παριστούσε το «ου» στη θέση του «υ»[74].
Οι απόψεις του Λιάσκοβα, οι οποίες κατηγορούσαν την ομάδα των οπαδών
της ποντιακής προκάλεσαν την επανεμφάνιση του Κώστα Τοπχαρά, ο οποίος με
άρθρο του κατηγορούσε τον Λιάσκοβα για προκαταλήψεις και για
απολυτότητα. Υποστήριξε το τονικό σύστημα του Γιαννίδη και ανέφερε ως
οδηγό της όλης μεταρρυθμιστικής απόπειρας τις απόψεις του Φιλήντα.
Υποστήριξε επίσης ότι καλώς δεν πήραν υπ’ όψη τους τους Έλληνες της
Ελλάδας, γιατί εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχε γίνει ποτέ η κατάργηση
της ιστορικής ορθογραφίας. Στο τέλος του άρθρου αποκαλούσε τον Λιάσκοβα
αιχμάλωτο σε μερικά σημεία της νοσταλγίας της καθαρεύουσας.
O Λιάσκοβας
ανταπαντώντας έριξε άμεσα την ευθύνη για τα λάθη και τους εξτρεμισμούς
που έγιναν στον Τοπχαρά και στην ομάδα του. Τους κατηγόρησε ότι δεν
πήραν υπ’ όψη τους το ελληνικό προλεταριάτο και έδωσαν όπλα στην αστική
τάξη της Ελλάδας να συγκεντρώσει τα πυρά της στο γλωσσικό και
εκπαιδευτικό ζήτημα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης με αποτέλεσμα την
εμφάνιση αντισοβιετικών λίβελων. Τη συγκρουση της δημοτικής με την
ποντιακή τη χαρακτήρισε πρωτάκουστη και την ονόμασε «ρεβάνς της
ελληνικής μπουρζουαζίας». Κατηγόρησε την ομάδα Τοπχαρά ότι διαίρεσε τους
Έλληνες σε Πόντιους, Μαριουπολίτες, Κατωμερίτες (δηλαδή Ελλαδίτες) και
Ανατολίτες. Διατύπωσε με οξύ τρόπο την πλήρη διαφωνία του για την
αντικατάσταση του «γκ» με το «νκ» και για την κατάργηση των διπλών
συμφώνων[75].
Σε επιβεβαίωση των θέσεων του Λιάσκοβα ήρθε ο Π. Παναγόπουλος,
Ελλαδίτης που ζούσε στο Νικολάεφ. Ανέφερε ότι όταν ζούσε στο
«καπιταλιστικό εξωτερικό» διψούσε για τη σοβιετική φιλολογία και κυρίως
για τη ζωή των εργαζόμενων Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Οταν όμως έφτασε στη
σοβιετική χώρα και έπιασε με «πόθο» την εφημερίδα Κομμουνιστής δεν
μπόρεσε να καταλάβει τίποτα, ούτε όσα γράφονταν στη δημοτική. Κατέληγε
στο συμπέρασμα ότι οι εξτρεμιστές δεν ήθελαν να διαβάζουν οι Έλληνες της
καπιταλιστικής Ελλάδας πώς χτιζόταν ο σοσιαλισμός με αποτέλεσμα να
εμποδίζεται η ανάπτυξη των Ελλήνων της ΕΣΣΔ και ο αγώνας των Ελλήνων του
εξωτερικού[76].
Ο Τοπχαράς
επανήλθε με ένα άρθρο του που είχε πιο ήπιο τόνο. Εκανε κάποιες
διαπιστώσεις δίχως εμφανή εμπαθή διάθεση. Αναφέρθηκε στο πρόβλημα
εξεύρεσης των κατάλληλων όρων. Ως παράδειγμα του γλωσσικού χάους που
είχε επέλθει χρησιμοποίησε τις λέξεις «ελαφοκομίες» και «ελαφοτροφίες»
οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να ορίσουν το ίδιο φαινόμενο. Ερμήνευε
την κατάσταση αυτή ως αποτέλεσμα της «δημοτικοπάθειας», δηλαδή της
μανίας για τη δημοτική, που είχε κυριαρχήσει, της τάσης των οπαδών της
«ατόφιας» δημοτικής να καταργούν όρους προ πολλού καθιερωμένους και τη
μανία να εξελληνίζουν τις επαναστατικές λέξεις, ακόμα και τις διεθνείς[77].
Σε άρθρο του ο Δ. Αζόφης αποκάλεσε αυτούς που κατέκριναν κάθε εισαγωγή
λέξεων από τις άλλες γλώσσες ως εθνικιστές και τη θέση «καθαρώς
αντεπαναστική γραμμή» και καλούσε για το «αλύπητο» χτύπημά τους.
Παράλληλα όμως κρατούσε αποστάσεις από όσους εισήγαγαν στην ελληνική
ξένες λέξεις δίχως έλεγχο. Υποστήριζε ότι αυτό συντελούσε στην «άνθηση
του μεγαλορωσικού σωβινισμού»[78].
Μέσα από
αυτό τον προβληματισμό έκαναν την επανεμφάνισή τους οι απόψεις που
θεωρούσαν ότι η γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να
οικοδομηθεί από την αρχή και να είναι μια κομμουνιστική γλώσσα. Σε άρθρο
του Α. Πρίνου παρουσιάστηκαν οι διάφορες τάσεις της δημοτικής.
Ο
αρθρογράφος αναρωτιόταν πάνω στην απόφαση της Μόσχας για το ποια
δημοτική αποφασίστηκε τελικά. Σύμφωνα με το άρθρο οι τάσεις της
δημοτικής στην Ελλάδα ήταν τρεις. Η πρώτη ήταν η δημοτική των αστών, η
οποία χρησιμοποιούσε λέξεις της καθαρεύουσας. Την αποκαλούσε «δημοτική
του σαλονιού». Η δεύτερη ήταν αυτή του κομμουνιστικού Τύπου, η οποία
εκφραζόταν μέσω του Ριζοσπάστη. Και αυτή χρησιμοποιούσε λέξεις
της καθαρεύουσας. Η τρίτη ήταν η καθαρή δημοτική, η οποία είχε
δημιουργηθεί από τους οπαδούς του Ψυχάρη, του Φιλήντα κ.ά. Ο αρθρογράφος
υποστήριζε ότι η καθαρή δημοτική, την οποία αποκαλεί «πούρη», ήταν
δημιούργημα εξίσου ακατανόητο με την καθαρεύουσα. Κατέληγε στο
συμπέρασμα ότι καμιά από αυτές τις τάσεις δεν ταίριαζε με τους Έλληνες
της Σοβιετικής Ενωσης[79]. Η θέση αυτή εκφράστηκε σε πιο έντονη μορφή σε άρθρο του Σαβόφ.[80] Ο
Σαβόφ υποστήριζε ότι η ελληνική γλώσσα ήταν μια νέα γλώσσα που ήθελε
ειδική καλλιέργεια όπως τόσες άλλες γλώσσες που εμφανίστηκαν μετά την
Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Π. Σπέλτας αντέκρουσε τις θέσεις αυτές
υποστηρίζοντας ότι η δημοτική δεν ήταν νέα γλώσσα και δεν είχε καμιά
σχέση με τις γλώσσες που χρησιμοποίησε ο Σαβόφ ως επιχείρημα. Ο Σπέλτας
υποστήριζε στο άρθρο του την καθαρή δημοτική και αρνιόταν τους
γλωσσικούς τύπους που προέρχονταν από την καθαρεύουσα, με κύριο
επιχείρημα ότι αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν οι καθαρευουσιάνοι στην
Ελλάδα δεν θα έπρεπε να γίνει στη Σοβιετική Ενωση[81].
Ο Σπέλτας διαφωνούσε με την «ατόφια» δημοτική και υποστήριζε ότι θα
έπρεπε να γίνονται δεκτοί τόσο οι ρωσισμοί όσο και λέξεις από την
ποντιακή και τη μαριουπολίτικη[82].
Παρ’ όλη την
περιθωριοποίησή τους και τη δυσκολία έκφρασης απόψεων διαφορετικών από
τις κυρίαρχες οι θέσεις της ομάδας του «Κομμουνιστή» δεν εξαφανίστηκαν. Η
προσπάθεια συνεχίστηκε με πρωτοβουλία μεμονωμένων ατόμων, τα οποία όπως
φαίνεται έλεγχαν βασικές ελληνικές οργανώσεις. Με παρεμβάσεις σε
συνέδρια και συνδιασκέψεις έκαναν προσπάθεια να κρατηθεί μέχρι τέλους
ανοικτό το γλωσσικό ζήτημα. Αποτέλεσμα της επιρροής των απόψεων αυτών
στις ελληνικές οργανώσεις ήταν η ανακοίνωση της ΠΚΕΝΑ για σύγκληση 2ης
Πανενωσιακής Ελληνικής Σύσκεψης, πιθανόν στη Μόσχα, για την περαιτέρω
συζήτηση του γλωσσικού ζητήματος.[83] Το
1936 η ηγεσία της Ελληνικής Περιοχής του Κριμσκ, η οποία βρισκόταν όπως
φαίνεται υπό την επίδραση των ποντιιστών, αποφάσισε, μετά από εισήγηση
των δύο ελληνικών εφημερίδων της Περιοχής Κομμουνιστής και Μπολσεβίκος (Μπολςεβίκος), να
οργανώσει συνδιάσκεψη για το γλωσσικό ζήτημα με εισηγητές στο θέμα
«Πορεία της ανάπτυξης της φιλολογικής γλώσσας των εργαζόμενων Ρωμιών της
ΕΣΣΔ» (“Πορία τις ανάπτυκςις τις φιλολογικις γλόςας τον εργαζόμενον
Ρομιον τις ΕΣΣΔ”) τους Κουντούρη, Ιορδανίδη και Κατσάλοφ και στο θέμα
«Έκθεση δράσης του εκδοτικού Κομυνιςτις» (“Έκθεςι δράςις τυ εκδοτικυ
Κομυνιςτις”) τον Αμανάτοφ. Ο Κουντούρης συμφωνα με την προφορική
μαρτυρία του Κοσμά Τσιμιάνοφ από το χωριό Μερτσάνσκογε της κοιλάδας του
Κουμπάν ήταν ο Γενικός Γραμματέας της ελληνικής κομματικής οργάνωσης της
Ελληνικής Περιοχής.[84] Ο
Ιορδανίδης, σύζυγος της γνωστής λογοτέχνιδος Μαρίας Ιορδανίδου, ήταν
πρόσφυγας του ‘22 στην Ελλάδα, που καταδιωκόμενος για τις αριστερές του
απόψεις κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση. Ανέλαβε υπεύθυνος των
εκπαιδευτικών εκδόσεων του εκδοτικού οίκου “Κομμουνιστής”.[85] Ο Κατσάλοφ, πρόσφυγας από το Καρς, ήταν αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Κομυνιςτις. Ηταν ένα από τα βασικά στελέχη της ομάδας που είχε εισηγηθεί την ανακήρυξη της ποντιακής ως επίσημης ελληνικής γλώσσας.[86] Ο Αμανάτωφ υπήρξε και αυτός στέλεχος της ομάδας του “Κομμουνιστή”.[87]
Η απόφαση
για την πραγματοποίηση της συνδιάσκεψης, είχε προβλέψει τη συμμετοχή 50
αντιπροσώπων καθώς και το συνολικό κόστος που θα ανερχόταν σε 21.000
ρούβλια. Σε παράρτημα της απόφασης που δημοσιεύτηκε σε άλλο σημείο του
ιδίου φύλλου της εφημερίδας προβλεπόταν και η γεωγραφική προέλευση των
αντιπροσώπων.[88] Οι αντιπροσωποι που προτείνονταν θα προέρχονταν:
1) 10 από
Μόσχα, μεταξύ των οποίων φοιτητές στο ΚUΝΜΖ, (Κommunistic’eski
Universitet Natsionalnih Menzinstv Zapada, δηλαδή Κομμουνιστικό
Πανεπιστήμιο Εθνικών Μειονοτήτων της Δύσης).
2) 5 από την Ουκρανία (2 από τον Κολεχτιβιςτι, 1 από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 1 από την Μανγκουσοβιτική Περιοχή και 1 από την εφημερίδα της περιοχής),
3) 8 από την Αμπχαζία (1 από τον Κόκινο Καπνα,
1 από την Παιδαγωγική Ακαδημία, 1 από το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας, 1
από το μεσαίο σχολείο του Σοχούμι, 1 αντιπρόσωπος δασκάλων),
4) 5 από την Ατζαρία,
5) 1 από την Αρμενία,
6) 5 από τον Βόρειο Καύκασο,
7) 3 από τη Δημοκρατία της Κριμαίας.
Οι
αντιστάσεις των ποντιιστών που εργάζονταν ακόμα στις εκδόσεις
«Κομμουνιστής» πήραν επίσης και άλλη μορφή. Άρχισαν να εισάγουν πλήθος
λέξεων από τα ρωσικά, με το επιχείρημα ότι είναι καθιερωμένοι σοβιετικοί
όροι. Ο Π. Σπέλτας διαμαρτυρήθηκε, γιατί οι υπεύθυνοι των εκδόσεων του
επέστρεψαν μια Χρηστομάθεια (Χριςτομάθια) που είχε γράψει για
την 5η τάξη. Στις διορθώσεις που του υπέδειξαν είχαν αντικαταστήσει σε
ένα ποίημα του Βάρναλη τη λέξη «τσιφλικάδες» με τη λέξη «πομέστικοι»[89].
Aυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι κατά την περίοδο της
σκληρής ιδεολογικής πάλης μεταξύ των δύο τάσεων η ομάδα που ήταν
συσπειρωμένη γύρω από τον εκδοτικό οίκο «Κομμουνιστής» δεν συνέδεσε σε
καμμιά περίπτωση την ύπαρξη, όπως θεωρούσε, πολλών ελληνικών γλωσσών
(μαριουπολίτικα, ποντιακά, δημοτική), με αντίστοιχες εθνικές
διαφοροποιήσεις. Δηλαδή διακήρυσσε δίχως καμμιά επιφύλαξη το ενιαίο του
ελληνικού έθνους. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσουν
όλους τους Έλληνες είναι «ελληνική φυλή», «το έθνος μας» κ.λπ. Όταν
ήθελαν να τονίσουν τη διαφορά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης και των
Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «ρωμαίικες μάζες
της ΕΣΣΔ» για τους πρώτους και «κατωμερίτες» για τους δεύτερους. Η
διάκριση αυτή είναι εντελώς ενδοεθνική και αντιστοιχεί μόνο στην
πολιτισμική διαφορά των τοπικών ελληνικών ομάδων. Χαρακτηριστικό είναι
το κείμενο στο «Αντι Προλόγυ» του Κώστα Τοπχαρά, όπου προβάλλεται το
γλωσσικό πρόβλημα ως κοινό για όλη την «ελινικι φιλι.»[90] Η
επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως κοινή απελευθερωτική προσπάθεια
«τυ έθνυς μας.» Η διαφορά που τονίζεται είναι μόνο η πολιτισμική και η
πολιτική εφ’ όσον στην Ελλάδα κυβερνούν «ι μπυρζυάδες» και «ι
μιςτριοτικι.» Επίσης στην εφημερίδα Κομυνιςτις υπάρχει σαφέστατη τοποθέτηση περί του ενιαίου του ελληνικού έθνους.[91] Η
τοποθέτηση αυτή είναι πάρα πολύ σημαντική γιατί η διακηρυγμένη θέση και
πρακτική του σταλινικού καθεστώτος την ίδια περίοδο είναι να
εντοπίζονται και οι πιο ασήμαντες διαφορές σε εθνότητες που είχαν χώρο
αναφοράς εκτός των ορίων της ΕΣΣΔ (είτε σε άλλες που ήταν πολυπληθείς
και έπρεπε να διασπαστούν), και να ανακηρύσσονται αυτές οι διαφορές σε
καθοριστικά στοιχεία της ταυτότητάς τους. Δημιουργούσαν με αυτό το τρόπο
νέα έθνη. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε σε πολλές περιπτώσεις όπως στους
Μολδαβούς (οι οποίοι ήσαν Ρουμάνοι), στους τουρκόφωνους της Κεντρικής
Ασίας (Ουζμπέκους, Τουρκμένιους, Καζάχους, και Κιργίζιους), τους
Μπουρεάτες (οι οποίοι ανήκαν στο μογγολικό έθνος) κ.λπ.[92]
1935.
Μόσχα. K. Bάρναλης, Δ. Γληνός και Κ. Κανονίδη, διευθυντής του ελληνικού
θεάτρου του Σοχούμ, στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων
.
Επίλογος
.
Οι οπαδοί
της ανακήρυξης των διαλέκτων σε επίσημη δημοτική γλώσσα των Ελλήνων της
Σοβιετικής Ένωσης βρέθηκαν πρώτοι στο στόχαστρο των διώξεων κατά την
εποχή της σταλινικής τρομοκρατίας. Η πλειονότητα τους συνελήφθη και
εκτελέστηκε ή στάλθηκε στα στρατόπεδα εξορίας της Σιβηρίας. Κανείς από
τους πρωτεργάτες της τάσης αυτής δεν επέζησε. Η κατηγορία της «αριστερής
παρέκκλισης στο γλωσσικό ζήτημα» αποδείχθηκε εξ ίσου θανατηφόρα με τις
κατηγορίες του «αντισοβιετικού στοιχείου», του «Έλληνα εθνικιστή που
αγωνιζόταν για δημιουργία ελληνικού κράτους στη νότια Ρωσία» και του
υποστηρικτή του «τροτσκιστικο-μπουχαρινικού κέντρου».
————————————————
(*) Ο Βλάσης
Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός. Βραβεύτηκε από
την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας των παρευξείνιων
ελληνικών κοινοτήτων.
[1] Τα στοιχεία αυτού του κειμένου αυτό αντλήθηκαν από τη μελέτη: Παρευξείνιος Διασπορά. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές περιοχές του Εύξεινου Πόντου, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1997. Δημοσιεύτηκε ως: «Το γλωσσικό ζήτημα στις ελληνικές κοινότητες της Σοβιετικής Ένωσης», περ. Τα ιστορικά, τεύχ, 43, Δεκέμβριος 2005
[2]
Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και με τη σταθεροποίηση του νέου
σοβιετικού καθεστώτος, στη περιοχή κατοικούσαν περίπου 400-450.000
Έλληνες. Προερχόταν από γηγενείς (Έλληνες της Κριμαίας), μετανάστες του
18ουκαι 19ου αιώνα από μικρασιατικές και
βαλκανικές περιοχές και τους πρόσφυγες από το μικρασιατικό Πόντο,
εξαιτίας των εθνικών εκκαθαρίσεων και της γενοκτονίας που διέπραξαν
οι νεότουρκοι εθνικιστές και ολοκλήρωσαν οι κεμαλικοί.
[3]
Για την γλωσσική μεταρρύθμιση, καθώς και για την ιδεολογική πάλη που
σχετιζόταν με το γλωσσικό ζήτημα πρβλ.: Βλάσης Αγτζίδης, Ο ελληνικός Τύπος στη Σοβιετική Ένωση. Η περίπτωση της εφημερίδας Κόκινος Καπνας(1932-1937), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 1996, του ιδίου, Παρευξείνιος Διασπορά, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1997.
[4]
Με βάση την απογραφή πληθυσμού του 1926, στην περιοχή της Αζοφικής
ζούσαν 97.739 Ελληνες, από τους οποίους 82.113 μιλούσαν ελληνικά και οι
υπόλοιποι ταταρικά. (M. V. Sergievskij, «Mariupol’skie greceskie
govory»,Oput kratkoj charakteristiki, Μόσχα, εκδ.Izvestia Akademii nauk SSSR, χ.χ., Δ. Λιαςκοβας, «`Γλοςολογια’ κε πολιτικι», εφημ. Κόκινος Καπνας, Σοχούμι, αριθ. 18, 12 Απριλίου1936, σελ. 2, Δ. Πυμπυριδις, «Ι καλιτεχνια», εφημ.Kόκινος Kαπνας, αριθ. 19, 1 Μαϊου 1933, σελ. 3.)
[5] Β. Π., «Καθιςτερυν ςτι μιτρικι γλοςα», εφημ. Kόκινος Kαπνας, Σοχούμι (Υπερκαυκασία), αριθ. 27, 6 Ιουνίου 1937, σελ. 4, Μικρος, «Το τραγυδι τον εκςεταςεον»,εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 32, 11 Ιουλίου 1934, σελ. 2.
[6] Κ. Σ. Σπιριδοπυλος, «Λιγα λογια για το δαςκαλο», εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 20, 1 Μαϊου 1936, σελ. 3.
[7] Δ. Εριςτεας, «Για μια ‘κριτικι'», εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 51, 20 Νοεμβρίου 1934, σελ. 4, του ιδίου, «Κριτικο γιμναζμα»,εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 53, 4 Δεκεμβρίου 1934, σελ. 2.
[8] «Γλοςικα ςιμιοματα», εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 41, 9 Σεπτεμβρίου 1934, σελ. 4, Π. Σπελτας, «Για τι χριςτομαθια τις ελινικις λογοτεχνιας», εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 17, 12 Απριλίου 1935, σελ. 3.
[9] Π. Γεραλιδις, «Για καλιτερι οργανοςι τις δυλιας ςτα κολχοζ», εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 31, 30 Ιουνίου 1937, σελ. 2.
[10] Η παράσταση ανέβηκε από τον Ελληνικό Θεατρικό Όμιλο «Ορφέας» το 1921. («Θέατρο», εφημ. Σπάρτακος,, Νοβοροσίσκ, αριθ. 19, 9 Απριλίου 1921 σελ. 1.)
[11] Η
μαριουπολίτικη διάλεκτος (τουλάχιστον ένα από τα ιδιώματά της) είναι
επηρεασμένη από την ποντιακή. Η ερευνήτρια T. N. Cernysova, υποστηρίζει
ότι στοιχεία της ποντιακής μαρτυρούνται άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε
λιγότερο καθαρά. [Τ. Ν. Cernysova, Novogreceskij govor sel Primorskogo (Urzufa) i Υalty, Pervomajkogo rajona, Stalinkoj oblasti, Kίεβο, 1958, σελ. 6.]
[12] «Μερικα ζιτιματα τις ανικοδομιςις τις γλοςας-μας», εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 32, 11 Ιουλίου 1934, σελ. 2.
[13] Θ. Ι. Πιπεριδις, «Ας βαλυμε τερμα ςτο γλοςικο χαος»,εφημ. Kόκινος Kαπνας, αριθ. 10, 29 Φεβρουαρίου 1936, σελ. 2.
[14] Απόστολος και Μάρθα Καρπόζηλου, «Ελληνοποντιακά βιβλία στη Σοβιετική Ένωση: Το εκδοτικό «Κομυνιςτις»», Αρχείον Πόντου, τομ. 42, Αθήνα 1988-1989, σελ. 61.
[15] Kampasakalov, «Slavni Youbilei», εφημ. Kolhoznoe Tsernamorie, Γελεντζίκ
(Ν. Ρωσία), αριθ. 57(544) 13 Ιουλίου 1935. Ο Γιάγκος Κανονίδης
συνελήφθη και εκτελέστηκε στο Βατούμι το 1937 κατά τη διάρκεια των
σταλινικών εκκαθαρίσεων.
[16] Από τη συνέντευξη του Ερμή Μουρατίδη στον Παύλο Τσακιρίδη με τίτλο «Το ποντιακό θέατρο», εφ. Δεσμός, αριθ. 34, Σεπτέμβριος 1992, σελ. 4.
[17] Κ. Τοπχαράς, Γραματικι τις Νεοελληνικις Γλοςας, Ροστοβ επί του Ντον, εκδ. τυ Κραινατςιζτατ τυ Β. Καφκαςυ, 1928, σελ. ΙΧ.
[18] Κώστας Τοπχαράς, εισαγωγικό σημείωμα στο: Ι γραματικι τι ποντεικυ ρομεικυ τι γλοςας, Ροστόβ επί του Ντον, εκδ. Κομυνιςτις, 1932.
[19] Βλ.: Luis-Jean Calvet (επιμ.), Marxisme et linguistic, Παρίσι, εκδ. Payot 1977. Το βιβλίο αυτό περιέχει κείμενα για τη γλώσσα των Μαρξ και Έγκελς από τη Γερμανική Ιδεολογία, δοκίμιο
του Πολ Λαφάργκ για τη γαλλική γλώσσα πριν και μετά τη γαλλική
επανάσταση και το γνωστό άρθρο του Ι. Β. Στάλιν για τις σχέσεις του
μαρξισμού με τη γλωσσολογία. Για τη συγκεκριμένη έκφραση της μαρξιστικής
γλωσσολογίας στη σοβιετική πρακτική καθώς και για τις παρεμβάσεις που
έγιναν στο αλφάβητο και στο λεξιλόγιο διαφόρων εθνικών ομάδων βλέπε:
Thomas-John Sumelian, The search for a marxist linguistics in the Soviet Union, 1917-1981, Πενσιλβάνια, εκδ. University of Pennsylvalia, 1981, Mikcail Bakhtin (V. N. Volosinof), Le marxisme et la philosophie du langage, Παρίσι, εκδ. Les Editions de Minuit, 1977.
[20] Κ. Τοπχαράς, ό.π.
[21] Κ. Τοπχαράς, ό.π.
[22] Δ. Λιαςκοβας, «Να αποχτιςυμε μια γλοςα», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 6, 6 Φεβρουαρίου 1936, σελ. 2.
[23] Γιάννης Μ. Καλιόρης, Η ξύλινη γλώσσα, Αθήνα, εκδ. Αρμάος, χ.χ., σελ. 25.
[24] Χαρις, «Μας γραφυν οτι:», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 45, 29 Οκτωβρίου 1935, σελ. 4.
[25] Αρχείο Προφορικής Ιστορίας-ΑΠΙ (μαρτυρίες στην κατοχή του συγγραφέα), φακ. Γεωργία, μαρτυρία Ε. Ακριτίδου, 1991
[26] «Γνομοδότιςι
τις ιδιέτερις Επιτροπις τον κεντρικον κύρςον τις μετεκπέδεπςις τον
Ελίνονε δαςκάλονε για τι γραματικι τις ελινικις γλόςας τυ ς. Τοπχαρά»
(Κ. Τοπχαρά, Γραματικι τις Νεοελινικις Γλόςας, όπ., σελ. ΧΙ.)
[27] Κ. Τοπχαράς, ό.π., σελ. ΙΙΙ-V.
[28] «ΜΑ
ΤΟ ΓΛΟΣΙΚΟ ΖΙΤΙΜΑ ΔΕΝ ΤΟ ΕΛΙΣΕ ΚΕ ΥΤΕ ΘΑ ΤΟ ΛΙΣΙ ΕΦΟΣΟΝ ΙΠΑΡΧΙ
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΟΣ ΕΚΙ ΚΑΤΟ» (Κ. Τοπχαράς, ό.π., σελ. ΙΙΙ-V.)
[29] Κείμενα
των θεωρητικών της φωνητικής γραφής βρίσκονται συγκεντρωμένα σε ένα
βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1980 στην Αθήνα με τίτλο «Φωνητική Γραφή.» Η
πρόθεση του βιβλίου είναι καθαρή και εκφράζεται με το τσιτάτο του Κώστα
Βάρναλη: «Θα έπρεπε να προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα, απλουστεύοντας στα
έσχατα δυνατά όρια.» Στο βιβλίο φιλοξενούνται κείμενα των Μ. Φιλήντα, Δ.
Γληνού, Γ. Σιδέρη, Φ. Γιοφύλλη, Ν. Χατζηδάκη, Κ. Προύση, Ν. Καρθαίου
και Γ. Γ. Μπενέκου.
[30] Κ. Τοπχαράς, ό.π., σελ. ΙΧ.
[31] Γιατηνποντιακήδιαλέκτοβλ.: Peter Mackridge, «The Pontic Dialect: A Corrupt Version of Ancient Greek?», Journal of Refugee Studies, τόμ. 4 1991, σελ. 335-339.
[32] Κ. Τοπχαράς, Ι Γραμματικί τυ Ποντεικυ τυ Ρομεικυ τι γλοςας, ό.π.
[33] Κώστας Τοπχαράς, ό.π., σελ. 17.
[34] Ερμής Μουρατίδης, «Το Ποντιακό Θέατρο», περ. Ρωμανία, αριθ. 4, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1990, σελ. 28.
[35] Kοςτας Τοπχαρας, Ι ποντικι κε διμοτικι κε ι διδαςκαλια, Ροστόβ επί του Ντον, εκδ. Κομυνιςτις, σελ. 3, 20.
[36] Κώστας Τοπχαράς, Ι Γραμματικί τυ Ποντεικυ τυ Ρομεικυ τι γλοςας, ό.π., σελ. VII-IIX.
[37] Βλάσης Αγτζίδης, ό.π., σελ. 157-158.
[38] Κώστας Τοπχαράς, ό.π., σελ. 17.
[39] Κώστας Τοπχαράς, ό.π.
[40] Κώστας Τοπχαράς, ό.π., σελ. 19, 42.
[41] Κώστας Τοπχαράς, ό.π., σελ. 87.
[42] Ερμής Μουρατίδης, «Το Ποντιακό Θέατρο», ό.π. σελ. 27.
[43] Ομιρυ «Ιλιάδας, τόμ. 1, Ροστόβ επί του Ντον, εκδ. Κομυνιςτις, 1935, σελ. 3, [ένκεν (ρήμ. άγω): έφερε, πςία: ψυχές, λέςςια: ψοφίμια]
[44] Από την εισαγωγή του Θ. Γρηγοριάδη στο βιβλίου του Σπύρου Αγέλαστου, ψευδώνυμο του Σπύρου Αμανάτοφ.
[45] Απόστολος και Μάρθα Καρπόζηλου, ό.π., σελ. 65.
[46] Απόστολος Καρπόζηλος, «Το εκδοτικό Κολεχτιβιςτις», ό.π.
[47] Το άρθρο αυτό με τίτλο «Λίγα λόγια για τιν ορολογία», είχε γραφεί στην δημοτική και σε 20γράμματο αλφάβητο.
[48] Αφορμή γι’ αυτή την καταγγελία δίνεται από την αντικατάσταση της λέξης «κομιςάρος» με το «επίτροπος» στην εφημερίδα Μπολςεβίκος (αριθ. 14.) [Κώςτας Τοπχαρας, «Λιγα λογια για τιν ορολογια», εφημ. Κοκινος Καπνας, αριθ. 22(227), 16 Μαρτίου 1936.]
[49] “Κοντα ς’ αφτα μπορυςε να προςθεςι κανις κε τιν περιφρονιςι ςτον λεχτικο πλυτο τον διαλεχτον» (Κώςτας Τοπχαρας, ό.π.)
[50] Το αρχικό κείμενο ήταν γραμμένο με το 20γράμματο αλφάβητο. Την μεταφορά στο 24γράμματο έκανε ο συγγραφέας [εφημ. Κόκινος Καπνας, αριθ. 39(131), 24 Αυγούστου 1934.]
[51] Από την εφημ. Κόκινος Καπνας, ό.π.
[52] Μάρθα Καρπόζηλου, ό.π., σελ. 228.
[53] Βλάσης Αγτζίδης, Ποντιακός Ελληνισμός. Από τη γενοκτονία και το σταλινισμό στην περεστρόϊκα, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1990, σελ. 164.)
[54] Το
ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχουν οι Ρώσοι ελληνιστές για τις βόρειες
διαλέκτους της ελληνικές γλώσσες φαίνεται από τα βιβλία που παραγγέλνουν
στην Ελλάδα. (ΑΥΕ, Β’ πολιτική Διεύθυνση, φακ. Α, 1928, Β/33.)
[55] Για την προσπάθεια των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης να ιδρύσουν Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές βλ.: Βλάσης Αγτζίδης, Παρευξείνιος Διασπορά, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1997, σελ. 451-460.
[56] Απόστολος Καρπόζηλος, «Ρωσοποντιακά», Αρχείον Πόντου, τόμ. 38, Αθήνα 1984, σελ. 155.
[57] Απόστολος και Μάρθα Καρπόζηλου, ό.π., σελ. 64.
[58] «Αποφαςι τυ Επιςτιμονικυ Σιμβυλιυ τις Π.Κ.Ε.Ν.Α.», ό.π.
[59] «Αποφαςι τυ Επιςτιμονικυ Σιμβυλιυ τις Π.Κ.Ε.Ν.Α.», ό.π.
[60] Από εφημ. Κόκινος Καπνας, αριθ. 36-37 (128-129), 13 Οκτωβρίου 1934.
[61] Δ. Γληνός, «Η σημερινή Σοβιετική Ρωσσία», περ. Νέος Κόσμος, 15 Δεκεμβρίου 1934, σελ. 5.
[62] Από άρθρο των Κατσάλοφ και Πετρίδη στον Κομυνιςτι, [Κριμσκ, Ελληνική Περιοχή (Gretsiskirayion), Ν. Ρωσία], αριθ. 48, 1934, Κριμαικος, «Αφτοκριτικι!» εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 25, 30 Μαϊου 1934, σελ. 2.
[63] Χ. Κατσάλοφ, «Το γλοςικον ζιτιμα», εφημ. Κομυνιςτις, αριθ. 43, 27 Απριλίου 1934, σελ. 4.
[64] ‘Κομυνιςτις’, «Διλοςι», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 34, 4 Αυγούστου 1936, σελ. 4.
[65] Π. Σπελτας, «Γλοςικα ςιμιοματα», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 25, 4 Ιουνίου 1936, σελ. 3.
[66] Απόστολος και Μάρθα Καρπόζηλου, ό.π., σελ. 65.
[67] Π. Σπελτας, «Γλοςικα ςιμιοματα», ό.π.
[68] Δ. Λιαςκοβας, «Γιρο ςτο γλοςικο ζιτιμα. Να αποχτιςυμε μια γλοςα», ό.π.
[69] Κ. Τοπχαρας, «Ι νεοπςιχαρικι», αριθ. 13, 11 Μαρτίου 1936, σελ. 3.
[70] Βλ.: Ι. Β. Στάλιν, Ο μαρξισμός και τα προβλήματα γλωσσολογίας, Αθήνα, εκδ. Ιστορικές Εκδόσεις, 1975.
[71] Δ. Λιαςκοβας, «Ο γαιδαρος ‘νκαριζι’ ι ‘γκαριζι’. ‘Γλοςολογια’ κε πολιτική», ό.π.
[72] Δ.
Λιαςκοβας, «Ο γαιδαρος ‘νκαριζι’ ι ‘γκαριζι’. ‘Γλοςολογια’ κε
πολιτικι», ό.π., του ιδίου, «Γιρο ςτο γλοςικο ζιτιμα. Να αποχτιςυμε μια
γλοςα», ό.π.
[73] «Για το βιβλιο μορφολογιας τυ ςιντρ. Τοπχαρα», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 16, 3 Απριλίου 1935, σελ. 1.
[74] Θ. Ι. Πιπεριδις, «Ας βαλυμε τερμα ςτο γλοςικο χαος», ό.π.
[75] Δ. Λιαςκοβας, «‘Γλοςολογια’ κε πολιτικι», ό.π.
[76] Π. Γ. Παναγοπυλος, «Να τελιοςυν ι πιραματιζμι», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 20, 1 Μαϊου 1936, σελ. 4.
[77] Κ. Τοπχαρας, «Λιγα λογια για τι ορολογια», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 22, 16 Μαϊου 1936, σελ. 3.
[78] Δ. Αζοφις, «Μερικα ζοτικα ζιτιματα», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 39, 24 Αυγούστου 1934, σελ. 3.
[79] «Πια πρεπι να’νε ι γλοςικι-μας γραμι», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 32, 28 Ιουλίου 1935, σελ. 3.
[80] Από εφημ. Κομυνιςτις, αριθ. 63-64, 1934.
[81] Π. Σπελτας, «Γλοςικα ςιμιοματα», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 34, 13 Αυγούστου 1934, σελ. 3.
[82] Π. Σπελτας, ό.π
[83] Κορκμασόφ, «Αποφαςι για τι ςιζιτιςι τυ γλοςικυ ζιτιματος», εφημ. Κοκινος Καπνας, αριθ. 16(221), 2 Απριλίου 1936, σελ. 2.
[84] ΑΠΙ, μαρτυρία Κοσμά Τσιμιάνοφ, Μερτσάνσκογε, 7 Αυγούστου 1991.
[85] Από συνέντευξη της Μαρίας Ιορδανίδου στο περιοδικό Σχολιαστής, τεύχ.
42, Αθήνα. Βλ. επίσης: Απόστολος και Μάρθα Καρπόζηλου, «Ελληνοποντιακά
βιβλία στη Σοβιετική Ενωση: Το εκδοτικο «Κομυνιςτις» στο Ροστόβ του
Ντον», Αρχείον Πόντου, τόμ. 40. Ο Ιορδάνης Ιορδανίδης έπεσε
κατά πάσα πιθανότητα θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1937-1938,
όπως και τα υπόλοιπα μέλη του “Κομμουνιστή”.
[86] Εκτελέστηκε
το 1937 με την κατηγορία του Έλληνα εθνικιστή (KPSS, 2/k-576/8-7-1991,
AΠΙ, μαρτυρία Μαρίας Κατσάλοφ, Γελεντζίκ, 13 Αυγούστου 1991.) Βλ.
αναλυτικά στο: Βλάσης Αγτζίδης, Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι συνέπειες για τον ελληνισμό, Αθήνα, εκδ. Ελλοπία, 1992,
[87] Εκτελέστηκε
μαζί με τον Κατσάλοφ. Στην κοινή απόφαση καταδίκης γραφόταν ότι είχαν
συστήσει αντισοβιετική, εθνικιστική, τρομοκρατική ομάδα με στόχο τη
διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και της δημιουργίας Ελληνικής Δημοκρατίας
στο νότο της Ρωσίας. (KPSS, ό.π.)
[88] «Πιι θα παρυνε μερος ςτι ςινδιαςκεπςι. Παραρτιμα ςτιν αποφαςι τυ Ελινικυ Ραικομ», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 8, 18 Φεβρουαρίου 1936, σελ. 2.
[89] Π. Σπελτας, «Για τι χριςτομαθια τις ελινικις λογοτεχνιας», εφημ. Κόκινος Καπνάς, αριθ. 17, 12 Απριλίου 1935, σελ. 3.
[90] K. Toπχαράς, Γραματικι τις Νεοελινικις Γλοςας, ό.π., σελ. ΙΙΙ-Χ.
[91] Εφημ. Κομυνιςτις, 12 Ιανουαρίου 1932, αριθ. 4(788). Το
γεγονός της ενιαίας συνείδησης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης και
των Ελλήνων των Βαλκανίων, αναπτύσσεται στο άρθρο: Yioulia Ivanovna,
«Greki», περ.Novoe Vremia, Δεκέμβριος 1989, σελ. 10-11.
[92] Βλάσης Αγτζίδης, Η κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης. Οι συνέπειες για τον ελληνισμό, Αθήνα, εκδ. Ελλοπία, 1992, σελ. 53-61.
–>
Ορθογραφία:
Ιστορική | Φωνητική |
---|---|
αι | ε |
ει | ι |
οι | ι |
η | ι |
υ | ι |
ω | ο |
ου | υ |
ξ | κς |
ψ | πς |
σ | ς |
γκ | νκ |
γγ | νκ |
αυ | αφ, αβ |
ευ | εφ, εβ |