Εδώ και μερικούς μήνες, που πατώσαμε για τα καλά, φίλοι και γνωστοί απ’ την Ελλάδα δεν σταματούν να με βομβαρδίζουν με αγωνιώδη ερωτήματα αναζητώντας απαντήσεις αλλά, πιο πολύ, παρηγοριά στην ελληνική τραγωδία μας:
Είναι αλήθεια ότι ο Πούτιν πρότεινε στον Παπανδρέου χαμηλότοκο δάνειο κι εκείνος αρνήθηκε; Ζήτησαν οι Ρώσοι ναυτική βάση στο Αιγαίο με μεγάλο ενοίκιο κι είπαμε όχι; Μας πρότειναν να πληρώσουμε τα εξοπλιστικά και άλλα ελληνορωσικά συμβόλαια, που εκκρεμούν, με μπάρτερ, ανταλλαγή με φρούτα και λαχανικά μας και η κυβέρνηση έκανε την πάπια; Είπαν να καταργήσουμε τις βίζες για να μας στείλουν μερικά εκατομμύρια τουρίστες αντί 350-400.000 και εμείς συνεχίζουμε να σφυρίζουμε αδιάφορα;
Όσο κι αν προσπάθησα, κοντά ενάμιση τώρα χρόνο, τόσο από ρωσικής, όσο και από ελληνικής πλευράς, δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω παρά μόνο δευτερεύοντα ψήγματα και υπονοούμενα αυτών των ισχυρισμών και συζητήσεων και ποτέ μια ολοκληρωμένη μορφή τους, που προφανώς δεν υπήρξε. Ούτε, επίσης, κατάλαβα ποτέ από ποιον προέρχονται, ποια ενδεχομένως είναι η πηγή – εκτός από την αχαλίνωτη βυζαντινή φαντασία μας – τόσο «προχωρημένων» προτάσεων, οι οποίες, ακόμη κι αν είχαν απλώς διατυπωθεί, θα μπορούσαν να συντελέσουν σε γεωπολιτικά τραντάγματα… Φανταστείτε, δε, να είχαν κιόλας προωθηθεί και γίνει πράξη από μια ανεξάρτητη ελληνική κυβέρνηση.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι τα πράγματα είναι πάντοτε πολύ πιο περίπλοκα απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε και την ίδια στιγμή κωμικοτραγικά απλά… Κι η Ρωσία, ευτυχώς για την ίδια, πολύ πιο αφοσιωμένη στα καλώς εννοούμενα εθνικά της συμφέροντα, απ’ όσες επεξεργασίες μπορεί να παράγει (;) το ελληνικό ΥΠΕΞ, ώστε να δημιουργεί συγκλίσεις και ευκαιρίες συνεργασίας, που χάνονται η μια μετά την άλλη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις γνώρισαν μια σχετική, μάλλον φραστική, άνθηση στα χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή, απέκτησαν κάποια θεμέλια, που τελικά, όμως, αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να κρατήσουν όρθιο το οικοδόμημα. Ο Καραμανλής της τελευταίας περιόδου αδιαφόρησε για τις ελληνορωσικές σχέσεις, όπως και για τα πάντα όλα και οι διμερείς σχέσεις εξελίχθηκαν σε αυτό που ήταν για πάρα πολλά χρόνια: Μια ευκαιρία για εντυπωσιακές φωτογραφίες, με φόντο το Κρεμλίνο και την Κόκκινη Πλατεία, που «πουλάνε» στην Ελλάδα.
Ο Πούτιν κι η Μόσχα πάσχισαν να κρατήσουν τα προσχήματα, όμως άρχισαν να εισπράττουν προσβλητική αδιαφορία και απόρριψη από μια Ελλάδα που βυθιζόταν στα εσωτερικά της προβλήματα και στις εξαρτήσεις της, προϊόν του δυσβάστακτου χρέους, κι έπρεπε επειγόντως να τα «βρει» με τους δανειστές της. Αποτέλεσμα; Η Ελλάδα να είναι για άλλη μια φορά, όπως τη δεκαετία του 1990, η μεγάλη απούσα όλων των ευρωπαϊκών χωρών και γειτόνων μας από την ανακάμπτουσα ρωσική οικονομία, που αποζητά ποιοτικά ελληνικά προϊόντα και επενδυτικές προτάσεις, αλλά χάνει ταχύτατα μαζί μας την υπομονή της.
Το κλίμα χειροτέρευσε από τις προεκλογικές δηλώσεις Παπανδρέου περί «λεοντείου συμφωνίας» υπέρ των ρωσικών συμφερόντων και «αντιοικολογικού σχεδίου» για τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, που κάποτε υποστήριζαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και υποτίθεται ότι συνεχίζουν να υποστηρίζουν. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί έπρεπε να ειπωθούν τόσο σκληρές εκφράσεις, που έτσι κι αλλιώς αναιρέθηκαν ως ατυχείς και μη γενόμενες λίγο αργότερα, όμως το γεγονός είναι ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις βάδισαν από το κακό στο χειρότερο και βρίσκονται σήμερα στο χειρότερο σημείο της τελευταίας εικοσαετίας.
Οι διμερείς επισκέψεις αραίωσαν στο έπακρο, τα διμερή ενεργειακά και λοιπά οικονομικά σχέδια πάγωσαν ή ακυρώθηκαν και οι προοπτικές, με εξαίρεση τον τουρισμό, που ευτυχώς ακολουθεί έναν δικό του αυτόνομο δρόμο, μοιάζουν εξίσου δυσοίωνες για τα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα, που έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη τη Ρωσία απ’ ό,τι το αντίστροφο, δεν φρόντισε ποτέ να κρατήσει ζεστή την ελληνορωσική συνεργασία, παριστάνοντας τον «καμπόσο». Αρχίζοντας από το περίεργο κούνημα του δακτύλου για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τσετσενία μπροστά στον ανερχόμενο Β. Πούτιν από τον «μικρό προεδρεύοντα» Κ. Σημίτη και καταλήγοντας στα καφενειακά σχόλια της Τ. Μπιρμπίλη ότι δεν υπάρχει η λέξη «περιβάλλον» στα ρωσικά (πόσο άσχετος είναι αυτός, που της το είπε;), ότι οι Ρώσοι είναι από περιβαλλοντική άποψη απολίτιστοι, από αρχιτεκτονική κιτσάτοι και από κυκλοφοριακή αγωγή κανονικοί Αιγύπτιοι. Με το συμπάθειο, ποιος νομίζετε ότι ρώτησε τη γνώμη σας κι από πότε οι προσωπικές γνώμες γίνονται διακρατική πολιτική;
Με μια ηγεσία να βαδίζει χωρίς πρόγραμμα και στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική, είναι αυτονόητο ότι η επίσκεψη Δρούτσα (θα είναι ακόμη υπουργός;) στη Ρωσία, που ανακοινώθηκε μετά βασάνων και κόπων για τις 7 Ιουλίου, μετά από πολύμηνο ρωσικό καψόνι, σε απάντηση προηγούμενης δικής μας ακύρωσης, είναι σχεδόν απίθανο να ανατρέψει την αρνητική πορεία.
Όσο ρωτάω και ξαναρωτάω για την κατ’ ιδίαν συνάντηση Παπανδρέου – Πούτιν στη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 2010, μετά την οποία δεν συνέβη τίποτε απολύτως σε διμερές επίπεδο, οι λιγοστοί παρόντες επιβεβαίωσαν ότι «χημεία επικοινωνίας» δεν προέκυψε, ότι η συζήτηση ήταν «περί ανέμων και υδάτων» και ότι και οι μεν και οι δε δήλωναν εν συνεχεία ότι εξεπλάγησαν γιατί περίμεναν να ακούσουν κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις από την άλλη πλευρά, που, όμως, δεν διατυπώθηκαν ποτέ… Με λίγα λόγια, ο Πούτιν περίμενε να ζητήσουμε δανεικά, προσφέροντας ανταλλάγματα, κι ο Παπανδρέου κράτησε «χαρακτήρα», θέλοντας να μας δώσουν, χωρίς καν να τα ζητήσουμε. Τόσο απλά και ξάστερα, όσο και η πρώτη τότε δημόσια δήλωση ξένου ηγέτη να καταφύγουμε στο ΔΝΤ, από το στόμα του προέδρου Μεντβιέντεφ, αλλά και οι κατοπινές, που ακολούθησαν από Ρώσους αξιωματούχους, οι οποίοι ανακοίνωναν ότι δεν έχουν πρόθεση να μπλέξουν μαζί μας, αφού μπλέξαμε ήδη με ΕΕ και ΔΝΤ.
Εντέλει, γιατί κάποιος πρέπει να μας συμπονά, να μας γουστάρει και να μας σέβεται περισσότερο απ’ ό,τι εμείς εκείνον ή έστω την αξιοπρέπειά μας;
Θανάσης Αυγερινός